”Κύριλλος Α’ Λούκαρις”

του Γεωργίου Α. Χατζηαντωνίου, δ.θ.

 

Ήταν μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της ιστορίας της Ελλάδας, μετά τη μεσαιωνική, που τη φώτισε ο Κύριλλος Λούκαρις, όταν ανέβηκε στον οικουμενικό πατριαρχικό θρόνο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. “Ουδέποτε ίσως”, γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, “το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος”.

Τα Νεανικά Χρόνια

Στο Ηράκλειο της Κρήτης γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Λούκαρις το 1572. Βενετική αποικία ήταν τότε η Κρήτη. Την είχαν κατακτήσει οι Βενετσιάνοι κάπου τετρακόσια χρόνια πριν. Τα πρώτα εκατόν πενήντα χρόνια της βενετικής κατοχής τα χαρακτήρισε ένας άνισος και αλύγιστος αγώνας των νησιωτών εναντίον της περήφανης κυριάρχου των θαλασσών. Ο επίμονος αυτός αγώνας των Κρητικών ήταν κάτι, που δυσκολεύονταν οι Βενετσιάνοι να το καταλάβουν, και το εξηγούσαν αποδίδοντας στους Κρητικούς διπλή μερίδα από την προπατορική αμαρτία.

Τα σχολεία του νησιού αδυνατούσαν να προσφέρουν στους μαθητές τους εκπαίδευση, που κάπως να ξεπερνά την ξερή ανάγνωση των εκκλησιαστικών βιβλίων. Με μια φωτεινή εξαίρεση: το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Ηράκλειο. Λειτουργούσε εκεί ένα σχολείο, που πρόσφερε στους μαθητές του υψηλότερη μόρφωση. Βγήκαν στον κόσμο από τα χέρια του καλού μοναχού Μελέτιου Βλαστού πολλά Κρητικόπουλα με δίψα στην καρδιά τους για κάτι το καλύτερο. Σ’ αυτού του μοναχού τα θρανία κάθισε και ο Κωνσταντίνος Λούκαρις, για να πάρει τα πρώτα του μαθήματα. Και ποτέ δεν τον ξέχασε τον δάσκαλό του. Ακόμα και όταν η Εκκλησία τον κάλεσε στα ανώτερα αξιώματά της, εύρισκε πάντα τον καιρό να στείλει ένα γραμματάκι στον γέρο μοναχό στην Κρήτη.

Το Πανεπιστήμιο της Πάντοβας της Ιταλίας ήταν ένα από τα παλαιότερα και τα πιο φημισμένα της Ευρώπης. Και ήταν στο μεσουράνημα της δόξας του τον καιρό που ήρθε ο Λούκαρις να εγγραφεί φοιτητής. Ήταν τότε περίπου που ο Γαλιλαίος είχε πάρει εκεί την έδρα των μαθηματικών. Από τους Έλληνες, που δίδαξαν σ’ αυτό το πανεπιστήμιο, κανείς δεν ήταν περισσότερο ξακουστός από τον Μάρκο Μουσούρο. Ο Έρασμος, που ήταν κι αυτός μαθητής του, μιλάει με ενθουσιασμό για τον μεγάλο αριθμό ακροατών, που παρακολουθούσαν τις παραδόσεις του. Σ’ αυτό το κοσμοπολίτικο περιβάλλον έζησε έξι ολόκληρα χρόνια ο νεαρός Λούκαρις σπουδάζοντας.

Τα φοιτητικά χρόνια, όσο κράτησαν, ήταν καλά. Έφτασε όμως στ’ αφτιά του Λούκαρι, η πρόσκληση του σκλαβωμένου λαού του. Κι αν είχε ανάγκη να του θυμίσει κάποιος το χρέος του, πήρε μια μέρα ένα γράμμα από τον γέρο θείο του, τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελέτιο Πηγά. “Ανάπαυσόν μου τα σπλάγχνα”, του γράφει ο θείος του, “μη εκπέσοιμι της περί σε ελπίδος. . . Πόνων δει, αλλά στέφανοι των πόνων αι αμοιβαί. . . Μη αποκάμης τρέχων και αγωνιζόμενος έως των βραβείων ευμοιρήσης”.

Έτσι, με το πνεύμα μεστωμένο και την καρδιά γεμάτη ιερές ανησυχίες, ρίχνει τώρα ο Λούκαρις το βλέμμα του στην Ανατολή, και στο έργο, που τον προσμένει εκεί.

Αναλαμβάνει Έργο

Τον Οκτώβριο 1596 δύο Έλληνες κληρικοί, ο Νικηφόρος Καντακουζηνός και ο Κύριλλος Λούκαρις έμπαιναν στη μικρή πόλη Brest της Πολωνίας, την Brest Litowsk των νεότερων χρόνων. Ο δεύτερος από αυτούς δεν ήταν άλλος από τον απόφοιτο του Πανεπιστημίου της Πάντοβας, που έχοντας πριν δύο χρόνια χειροτονηθεί, είχε αποβάλει, σύμφωνα με το έθιμο που επικρατούσε, το λαϊκό του όνομα Κωνσταντίνος, και το αντάλλαξε με το εκκλησιαστικό Κύριλλος. Ήταν για να ασχοληθούν με μια δυσάρεστη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί στην Πολωνία, που ήρθαν ο Λούκαρις σαν “Έξαρχος”, ειδικός απεσταλμένος του Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, και ο Καντακουζηνός, σαν “Έξαρχος” του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Οι Ιησουΐτες είχαν εισβάλει στην Πολωνία. Μέσα σ’ ένα σύντομο χρονικό διάστημα γέμισαν τη χώρα με τα κοινόβιά τους. Είμαστε τώρα στη βασιλεία του Σιγισμούνδου Γ΄, ο οποίος, εννέα χρόνια τώρα στο θρόνο, εξεδήλωνε ανεπιφύλαχτα τη δυσμένειά του για κάθε άλλη μορφή της χριστιανικής πίστης από εκείνην, που του είχε διδάξει η καθολική μητέρα του. Ήταν λοιπόν χάρη στο γενναιόδωρο βασιλικό ταμείο, που όλο και πιο εντυπωσιακές κατακτήσεις σημείωναν οι Ιησουΐτες. Και ολοένα χειροτέρευε η κατάσταση για την Ορθόδοξη Εκκλησία σ΄αυτήν τη χώρα.

Άρχισε τελικά μια μερίδα να υποστηρίζει μεγαλόφωνα την ένωση με τη Ρώμη υπό τους όρους της Συνόδου της Φλωρεντίας. Ακολούθησαν μυστικές διαπραγματεύσεις, που κατέληξαν στο Συνέδριο της Brest, στο οποίο πάρθηκε η απόφαση να υπαχθεί η Πολωνική Εκκλησία στην εξουσία του πάπα, και να δεχτεί το δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, διατηρώντας όμως τον ανατολικο τύπο της λειτουργίας, την τέλεση του Δείπνου του Κυρίου κατά τον ορθόδοξο τύπο, το Ιουλιανό ημερολόγιο, και το γάμο του ιερατείου. Στάλθηκαν τότε δύο επίσκοποι στη Ρώμη, για να προσφέρουν στον πάπα την υποταγή της Πολωνικής Εκκλησίας. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ ο πάπας Κλήμης Η΄ να προσφέρει την αποστολική του συγγνώμη στα πλανεμένα αυτά παιδιά του. Έτσι, δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1595 γεννήθηκε στη Ρώμη η “Ουνία”.

Στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης, που ξέσπασε στους κόλπους της Εκκλησίας της Πολωνίας, ο ρόλος του Λούκαρι ήταν κατ’ ανάγκη περιορισμένος. Το καλύτερο, που θα μπορούσαν οι δύο έξαρχοι να επιχειρήσουν, ήταν να περισώσουν μερικά από τα συντρίμια του ναυαγίου.

Αυτό ακριβώς προσπάθησε ο Λούκαρις να κάνει. Και έδωσε με τον χειρισμό της κατάστασης, που αντίκρισε, τις πρώτες ενδείξεις ότι ήταν άνθρωπος με διορατικό βλέμμα, που προτιμά τις μακροχρόνιες λύσεις από εκείνες, που υπόσχονται θεαματική αλλά πρόσκαιρη επιτυχία. Δε χρειάστηκε πολύν καιρό, για να διαπιστώσει ότι το βασικό μειονέκτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν το σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο τόσο των λαϊκών μελών της όσο και της πλειοψηφίας των κληρικών, που τους έκανε να υστερούν απέναντι του Ρωμαιοκαθολικού κλήρου. Συνειδητοποίησε ο Λούκαρις ότι αν ήταν να κάνει κάτι με σταθερή αξία για την Εκκλησία της Πολωνίας, έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Αυτό ακριβώς έκανε. Τα πέντε χρόνια, που ξόδεψε σ’ αυτήν τη χώρα, τα αφιέρωσε στην αύξηση των σχολείων των Ορθοδόξων κοινοτήτων και την ίδρυση ενός τυπογραφείου, για να τυπώνει τα βιβλία, που τόσο επιτακτικά χρειαζόταν ο λαός της.

Δεν παρέτεινε περισσότερο τη διαμονή του στην Πολωνία. Ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής, και στις 11 Σεπτεμβρίου 1601 έφτασε στην Αλεξάνδρεια. Δυο μέρες αργότερα πέθανε ο θείος του, ο Μελέτιος Πηγάς.

Αρχίζει ν’ Ανεβαίνει τα Σκαλοπάτια

Η ορφανεμένη Εκκλησία της Αιγύπτου εξέλεξε αμέσως τον Κύριλλο Λούκαρι διάδοχο του Μελέτιου Πηγά. Έτσι, σε ηλικία είκοσι εννέα χρόνων έγινε αυτός Πατριάρχης Αλεξάνδρειας.

Κάθε άλλο παρά ανθούσε η Εκκλησία στην Αίγυπτο. Σταθερά λιγόστευε ο Ορθόδοξος πληθυσμός της χώρας. Οι Ορθόδοξες κοινότητες είχαν καταντήσει μικρά νησάκια σε μια θάλασσα Κοπτών. Ο ίδιος ο Λούκαρις, σ’ ένα γράμμα του στον J. Uyttenbogaert στις 10 Οκτωβρίου 1613, μιλώντας για τους Κόπτες της Αιγύπτου, λέει ότι ούτε ένας Ορθόδοξος δεν αντιστοιχούσε σε δέκα απ’ αυτούς.

Δεν ήταν όμως οι Κόπτες το μοναδικό του πρόβλημα. Σ’ ένα άλλο γράμμα του στον Leu de Wilhem στις 20 Μαρτίου 1618 παραπονιέται πως οι Νεστοριανοί, που πριν πενήντα χρόνια ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι στη χώρα, τώρα την έχουν κατακλύσει ολόκληρη, κι έχουν αδελφωθεί με τους Κόπτες. Όμως δεν απογοητεύθηκε ο Λούκαρις.

Πενιχρές μάλλον είναι οι πληροφορίες μας για τα είκοσι χρόνια, που παρέμεινε αυτός στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Ξέρουμε όμως πως μόλις εγκαταστάθηκε στην έδρα του, άρχισε να κηρύττει. Διαπίστωσε πως ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς, που είχε να πολεμήσει, ήταν η άγνοια του περιεχομένου του Ευαγγελίου από ένα σημαντικό τμήμα του ποιμνίου του. Γι’ αυτό από την αρχή κιόλας της σταδιοδρομίας του μέχρι το τέλος στάθηκε ιεροκήρυκας. Έχουν φτάσει στα χέρια μας αρκετά από τα κηρύγματα, που κήρυξε εκείνη τη χρονική περίοδο. Έχουμε παραδείγματος χάρη πενήντα δύο κηρύγματα, που κήρυξε στο Κάϊρο στα χρόνια 1609 και 1610. Και άλλα, που κήρυξε αλλού.

Και έξω όμως από την Αίγυπτο επεξέτεινε τη δράση του ο πατριάρχης. Είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί την Κύπρο, όπου η Εκκλησία περνούσε από κάποια δοκιμασία, και τον παρακάλεσαν να πάει να τους βοηθήσει. Είμαστε σήμερα κάτοχοι αρκετών κηρυγμάτων, που κήρυξε εκεί κατά τη διάρκεια της ανήσυχης εκείνης περιόδου.

Μερικά τμήματα της αλληλογραφίας του κατά τη διάρκεια της ποιμαντικής διακονίας του στην Εκκλησία της Αιγύπτου είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος, διότι μας βοηθούν να ρίξουμε μια ματιά στον δικό του εσωτερικό κόσμο. Διαπιστώνουμε έτσι ότι είχε κιόλας αρχίσει να εγκολπώνεται τις θεμελιακές θρησκευτικές αρχές της Μεταρρύθμισης. Σ’ ένα γράμμα του της 6 Σεπτεμβρίου 1618 στον Μάρκο Αντώνιο de Dominis, πρώην Ρωμαιοκαθολικό αρχιεπίσκοπο, απορρίπτει ως αντιγραφική τη διδασκαλία ότι η προπατορική αμαρτία ξεπλένεται με το βάφτισμα, ενώ αυτή “στης αναγέννησης μονάχα την κολυμβήθρα μπορεί να εξαφανιστεί”. Προχωρεί στη διαβεβαίωση ότι μας ποσφέρεται η σωτηρία βάσει της αξίας του Σωτήρα και Μεσίτη μας Χριστού, που εμείς την οικειοποιούμαστε δια της πίστεως, και κατά συνέπεια πιστεύουμε ότι όλα τα έργα μας είναι σαν βρωμερά ράκη. Όχι ότι είναι παραμελητέα τα καλά έργα, προσθέτει. Απεναντίας, είναι αναγκαία αυτά σαν “αληθινά σημάδια και μαρτύρια της πίστης”, που δικαιώνει. Για την εικονολατρία, “μου είναι αδύνατο, γράφει, να πω πόσο ολέθρια είναι. . . Και όσο για την επίκληση των αγίων, αυτή επισκιάζει ανεπίτρεπτα τη δόξα του Κυρίου”.

Στον Οικουμενικό Θρόνο

Στις 5 Νοεμβρίου 1621 η Ιερά Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη ανάγγειλε την εκλογή του Κύριλλου Λούκαρι στον οικουμενικό θρόνο. Και γεύτηκε έτσι αυτός προσωπική εμπειρία μιας ταπεινωτικής για την Εκκλησία κατάστασης.

Η πρώτη του τώρα δημόσια πράξη ήταν η πληρωμή στις τουρκικές αρχές του “πεσκές”, ενός χρηματικού ποσού, χωρίς την καταβολή του οποίου δεν μπορούσε να αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του ιερού αξιώματός του. Αυτή καθαυτή, ταπεινωτική για την Εκκλησία ήταν αυτή η κατάσταση. Ακόμα όμως πιο εξευτελιστική την έκανε το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Έλληνες την είχαν δημιουργήσει ­ “η φιλοδοξία κληρικών και λαϊκών προυχόντων και η απληστία της τουρκικής κυβερνήσεως”, κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Β. Στεφανίδη.

Δεν είχαν αρχικά αυτόν τον χαρακτήρα οι σχέσεις της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις τουρκικές αρχές. Όταν ο Μωάμεθ ο Κατακτητής κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, διακήρυξε σαν πολιτική του την πλήρη ελευθερία συνείδησης για τους Έλληνες υπηκόους του. Όμως τέσσερις μόνο πατριάρχες ­ ο Γεννάδιος, ο Ισίδωρος, ο Ιωάσαφ και ο Μάρκος Ξυλοκαράβης ­ χάρηκαν αυτό το προνόμιο, που παρεχώρησε στην Εκκλησία ο σουλτάνος. Μετά την πτώση της Τραπεζούντας σχηματίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη δύο αντίθετα, και το ίδιο δυναμικά, κόμματα ­ οι παλιοί Κωνσταντινουπολίτες και οι Τραπεζούντιοι. Επιχείρησαν αυτοί οι τελευταίοι να ανεβάσουν έναν δικό τους άνθρωπο στον πατριαρχικό θρόνο. Και επειδή αυτό δεν μπορούσαν να το επιτύχουν με την πλειοψηφία στη Σύνοδο, κατέφυγαν στη δωροδοκία. Έστειλαν στον σουλτάνο χίλια φλουριά, μαζί με το αίτημα να διορίσει τον άνθρωπό τους σαν πατριάρχη. Και κατέλαβε το θρόνο ο Συμεών.

Η αρχή ήταν αυτή. Και από τότε η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Όσο πλήθαιναν των Ελλήνων κληρικών οι φιλοδοξίες, τόσο μεγάλωνε και το “πεσκές”. Και τόσο πιο πυκνές έκαναν οι Τούρκοι τις ευκαιρίες της είσπραξής του. Γράφει ο σύγχρονος με τα γεγονότα Ρ. Rycaut: “Παλαιότερα η Εκκλησία δεν πλήρωνε στον μεγάλο Αυθέντη περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάληρα για κάθε αλλαγή πατριάρχη, αλλά το πλήθος των εραστών του αξιώματος ύψωσε την τιμή σε είκοσι πέντε χιλιάδες τάληρα”. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, έγραφε ο Pitton de Tournefort: “Το αξίωμα αυτό πουλιέται σήμερα για εξήντα χιλιάδες τάληρα”. Ο J. Aymon αναφέρει ότι το 1671 μέσα σε έναν και τον ίδιο χρόνο όχι λιγότεροι από πέντε, ο Παΐσιος, ο Διονύσιος Θεσσαλονικεύς, ο Παρθένιος, ο Μεθόδιος και ο Διονύσιος ο Λαρισινός, ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο θρόνο, αφού βέβαια ο καθένας τους πλήρωσε το “πεσκές”.

Και από μια άλλη άποψη δεν ήταν καλή η κατάσταση της Εκκλησία, όταν ανέβηκε ο Λούκαρις στον οικουμενικό θρόνο. Και θα του έφερε ασφαλώς μνήμες από τις ημέρες, που διακονούσε την Εκκλησία της Πολωνίας. Υπήρχε μέσα στην Εκκλησία μια ρωμαΐζουσα μερίδα, που συνεχώς γινόταν μεγαλύτερη και ισχυρότερη. Την αρχική της καταγωγή την είχε αυτή η μερίδα στο Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, που ίδρυσε στη Ρώμη το 1577 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄, για την εκπαίδευση νεαρών Ελλήνων. Σαν όργανο προπαγάνδας βέβαια ιδρύθηκε το κολλέγιο. Και αποδείχτηκε εξαιρετικά ισχυρό όπλο στα χέρια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Πέτρος Αρκούδιος, ο Ματθαίος Καρυόφυλλος, ο Πέτρος Σταυρινός, ο Καννάκιος Ρώσσης, ο Νικηφόρος Μελισσηνός είναι μερικοί από τους απόφοιτους του κολλεγίου, που ακριβώς την εποχή του Λούκαρι είχαν προσχωρήσει στον Καθολικισμό. Διατηρούσαν βέβαια αυτοί εξωτερικά το δεσμό τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, στην πραγματικότητα όμως ήταν καθολικοί. Και ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν την Εκκλησία τους κάτω από την κυριαρχία του πάπα κατά τους όρους της Συνόδου της Φλωρεντίας.

Ο θορυβοδέστερος από όλους αυτούς ήταν ο Λέων Αλλάτιος. Ήταν αυτός άνθρωπος μεγάλης μόρφωσης, και τον διόρισε ο πάπας Αλέξανδρος Ζ΄ βιβλιοθηκάριο της Βιβλιοθήκης του Βατικανού. Είναι κρίμα ότι σε διάφορες περιστάσεις, για να προωθήσει την υπόθεση της υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον πάπα, και ιδιαίτερα για να δυσφημήσει τον Λούκαρι, εκόσμησε ο Αλλάτιος με χοντρά ψεύδη τα γραφόμενά του, και κέρδισε, όχι άδικα, τον τίτλο “Doctor Falsiquus”, Δόκτωρ Ψευδολογάς.

Σ’ αυτήν την ανίερη προσπάθειά τους πρόθυμους και ικανούς συνεργάτες βρήκαν τα μέλη αυτής της ομάδας τους Ιησουΐτες. Ίδρυσαν αυτοί στην Κωνσταντινούπολη ένα σχολείο για τα Ελληνόπουλα, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Δεν πρέπει βέβαια να μας εκπλήσσει αυτό, αν θυμηθούμε ότι οι Ιησουΐτες θεωρούνταν τότε οι καλύτεροι δάσκαλοι της Ευρώπης, και έχουμε παρακολουθήσει τις επιτυχίες τους σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου. Όταν ήταν ακόμα στην Αλεξάνδρεια, με ανήσυχο μάτι παρακολουθούσε ο Λούκαρις τις κατακτήσεις αυτού του σχολείου, όπως μαρτυρούν γράμματά του εκείνης της εποχής. Έγραφε στις 10 Οκτωβρίου 1613 στον Uyttenbogaert: “Είμαι εχθρός της αμάθειας. Μεγάλη απογοήτευση μου προκαλεί το γεγονός ότι οι ιερείς μας είναι βυθισμένοι στην αμάθεια. Και οι Ιησουΐτες, αρπάζοντας την ευκαιρία, έβαλαν στην Κωνσταντινούπολη σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο εκπαίδευσης των παιδιών μας, που τους χάρισε όση επιτυχία θα είχε μια αλεπού στο κοτέτσι”.

Μεγάλη πράγματι ήταν η επιτυχία που σημείωναν στην Κωνσταντινούπολη οι ιερωμένες αυτές “αλεπούδες”. Και δεν μπορεί να απορεί κανείς γι’ αυτό, αν πάρει υπόψη του τον μεθοδικό τρόπο, με τον οποίο ετοίμασαν τη φωλιά τους. Ένας από τους καλούς φίλους τους, ο γνωστός μας Λέων Αλλάτιος, περιγράφει αυτό το σχολείο σαν ευρύχωρο και εξοπλισμένο με πλούσια βιβλιοθήκη, όπου πρόσφεραν μόρφωση στα Ελληνόπουλα, χωρίς να ζητούν δίδακτρα. “Μέσω αυτών των παιδιών”, αφηγείται ο Ιησουΐτης Fleuriau, “έχουμε συνδιαλλάξει πολλούς από τους γονείς τους, μα και ολόκληρες οικογένειες με την Εκκλησία της Ρώμης”.

Η όλη αυτή κίνηση ήταν κάτω από την προστασία του Γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, που ενεργώντας σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησής του, έκανε συχνά χρήση της επιρροής του πάνω στους Τούρκους, για να ενισχύει τους Ιησουΐτες στα σχέδιά τους. Κι αυτό βέβαια κινούμενος όχι από θρησκευτική πεποίθηση, αλλά από εθνικά ελατήρια. Η εκλογή του Λούκαρι στο θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη συμπίπτει με μια αποφασιστική προσπάθεια των Γάλλων να ανακτήσουν το έδαφος, που τους πήραν οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί. Από δω κι εμπρός η διεύθυνση της γαλλικής πολιτικής περνάει στα φιλόδοξα χέρια του Καρδινάλιου Richelieu. Διαξιφίστηκαν έτσι της Γαλλίας τα πολιτικά συμφέροντα με τις θρησκευτικές επιδιώξεις του Κύριλλου Λούκαρι.

Αρχή Ωδίνων

Πότε ακριβώς ξέσπασε η τρικυμία δεν είναι εύκολο να καθοριστεί, γιατί δε συμφωνούν οι πηγές μας αναμεταξύ τους. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα προς το τέλος του 1622, που βρέθηκε ξαφνικά ο Λούκαρις εξόριστος στη Ρόδο. Ούτε και τη μορφή, που πήρε αυτή η πρώτη απόπειρα εναντίον του είμαστε σε θέση θετικά να τη διαπιστώσουμε. Φαίνεται ότι ο Γάλλος πρεσβευτής και οι φίλοι του το έκριναν σκόπιμο να χρησιμοποιήσουν τους Τούρκους σε συνδυασμό με τις ενέργειες παραγόντων μέσα στην ίδια την Εκκλησία.

Ήταν λοιπόν η “φιλορωμαϊκή” εκείνη μερίδα, που πέτυχε να συγκληθεί μια Σύνοδος, η οποία, αφού εξέτασε κατηγορίες εναντίον του Λούκαρι, ότι ευνοούσε τον Καλβινισμό, τον καθαίρεσε. Με τη βοήθεια του Γάλλου πρεσβευτή έφεραν κατόπιν οι Ιησουΐτες στον Μεγάλο Βεζύρη την κατηγορία εναντίον του πατριάρχη ότι είχε αλληλογραφία με τον Μεγάλο Δούκα της Ρωσίας. Εκείνην ακριβώς την εποχή ήταν στην τελευταία του φάση ένας άτυχος για την Τουρκία πόλεμος εναντίον της Πολωνίας. Δημιουργήθηκε έτσι μια πολύ λεπτή κατάσταση. Κάποιος, που είχε αλληλογραφία με επίσημα πρόσωπα στη Ρωσία, ήταν φυσικό να βρίσκεται κάτω από σοβαρές υποψίες. Η κατηγορία λοιπόν αυτή, ενωμένη μάλιστα και με την υπόσχεση είκοσι χιλιάδων φλουριών, εξασφάλισε τη διαταγή του Βεζύρη να εξοριστεί ο Λούκαρις.

Δεν έμεινε όμως πολύ στη Ρόδο ο εξόριστος. Η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη δεν εξελίχτηκε ακριβώς όπως είχαν ελπίσει οι Ιησουΐτες. Και την πρώτη Σεπτεμβρίου 1623 ήταν πάλι στην Κωνσταντινούπολη ο Λούκαρις. Το μόνο, που απόμενε τώρα ήταν να πληρώσει η Εκκλησία το “πεσκές”, για να εξασφαλίσει την άδεια του Μεγάλου Βεζύρη να αναλάβει ξανά ο πατριάρχης την άσκηση των καθηκόντων του.

Έκλεισε έτσι ο πρώτος κύκλος των περιπετειών του Λούκαρι με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Και αφέθηκε να επιδοθεί ανενόχλητος στα καθήκοντά του για μια περίοδο οκτώ χρόνων.

Η Γόνιμη Οκταετία

Αυτή την ανάπαυλα τη χρησιμοποίησε ο Λούκαρις όσο μπορούσε καλύτερα. Έβλεπε ότι όσο επικρατούσε στον ελληνικό λαό, και ιδιαίτερα στον κλήρο, άγνοια των βασικών αληθειών του Ευαγγελίου, ήταν ανίκανη η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία να αντεπεξέλθει στις επιθέσεις της Ρώμης.

Είχε ιδρυθεί πριν λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη ένα σχολείο, που ήταν σε εξάρτηση από το πατριαρχείο. Πολλά βέβαια θα εξαρτιόνταν από τον άνθρωπο, στον οποίο θα ανέθετε τώρα ο Λούκαρις την διεύθυνση του σχολείου. Με την εκλογή, που έκανε σε σχέση με αυτήν την υπεύθυνη υπηρεσία, έδωσε άλλη μια φορά σαφείς ενδείξεις της θεολογικής θέσης του εκείνη την εποχή.

Τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα κάλεσε, που ήταν τότε διευθυντής ενός σχολείου στη Ζάκυνθο. Στην Πάντοβα είχε σπουδάσει κι αυτός, στα θρανία του μεγάλου Cremonini, δάσκαλου και του Λούκαρι. Αυτός ίσως ήταν ένας λόγος, που τον έκανε να τον προτιμήσει. Ο ισχυρότερος όμως λόγος, που πρέπει να τον οδήγησε στην εκλογή του, ήταν ότι ήταν γενικά γνωστός ο Κορυδαλλέας για τη συμπάθεια, που έτρεφε για τις αρχές της Μεταρρύθμισης, και μάλιστα για το γεγονός ότι λόγω αυτών των θρησκευτικών του πεποιθήσεων είχε διωχθεί από την ηγεσία της Εκκλησίας όχι μονάχα σαν μοναχός, αλλά και όταν αργότερα έγινε Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας, και στο τέλος καθαιρέθηκε.

Όταν λοιπόν έφτασε ο Κορυδαλλέας στην Κωνσταντινούπολη, μπορούσε ο Λούκαρις να είναι βέβαιος ότι η εκπαίδευση των νεαρών Ελλήνων ήταν στα χέρια ενός ανθρώπου, που είχε τις ίδιες με αυτόν πεποιθήσεις, και συμμεριζόταν μαζί του την επιθυμία να δει την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία αναμορφωμένη.

 

* * *

 

Τον Ιούνιο του 1627 αγκυροβολούσε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης ένα πλοίο που έφερε στον Λούκαρι μια ανέλπιστη ενίσχυση για το έργο του. Ανάμεσα στους επιβάτες του ήταν ένας μοναχός, ο Νικόδημος Μεταξάς, που τον έφλεγαν η αγάπη για τη σκλαβωμένη πατρίδα και ο πόθος να φέρει τα φώτα της μόρφωσης στους συμπατριώτες του.

Όταν συμπλήρωσε αυτός τις σπουδές του, πήγε στο Λονδίνο, και με τη σκέψη ότι τα βιβλία ήταν η πιο επιτακτική ανάγκη του λαού του, ίδρυσε σ’ αυτήν την πόλη, με την οικονομική βοήθεια του έμπορου αδελφού του, ένα μικρό τυπογραφείο, και τύπωσε μερικά χρήσιμα ελληνικά βιβλία. Με τον καιρό όμως κατάλαβε ότι το Λονδίνο ήταν τόπος πολύ μακρινός από την Ελλάδα, και αποφάσισε να μεταφέρει το πεδίο της δράσης του στην Κωνσταντινούπολη. Το πρόβλημα, που τον απασχολούσε, όταν έφτασε το πλοίο στην Κωνσταντινούπολη, ήταν πώς θα τα περνούσε από το τελωνείο όλα εκείνα τα μεγάλα κιβώτια, μέσα στα οποία ήταν συσκευασμένος ο εξοπλισμός του άλλοτε τυπογραφείου του Λονδίνου, χωρίς να κινήσουν αυτά τις υποψίες των Τούρκων.

Μόλις λοιπόν βγήκε από το πλοίο, έτρεξε κατευθείαν στον πατριάρχη. Δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τη χαρά του Λούκαρι, όταν άκουσε ότι εκεί κάτω στο λιμάνι κρυβόταν η ευκαιρία να χαρίσει στον σκλαβωμένο ελληνικό λαό το πρώτο του τυπογραφείο, που θα τον βοηθούσε αυτόν να σπείρει πλατιά ανάμεσά τους τις αρχές της Μεταρρύθμισης, για τις οποίες αγωνιζόταν.

Με την προσωπική επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή λύθηκε το πρόβλημα. Ξεφορτώθηκαν τα πολύτιμα κιβώτια, και μέσα σ’ ένα σπίτι, που νοίκιασε ο Λούκαρις, εγκαταστάθηκε το πρώτο αυτό τυπογραφείο, που λειτούργησε σε ελληνικό έδαφος.

Θα έπρεπε να το περιμένει ο Λούκαρις! Εξοργίστηκαν οι Ιησουΐτες με τη νέα αυτή επιτυχία του, και απόφάσισαν με κάθε δυνατό τρόπο να αποσπάσουν από τα χέρια του το ισχυρό αυτό όπλο. Στην αρχή την κολακεία χρησιμοποίησαν, και άρχισαν να στέλνουν στον Μεταξά ευγενικές προσκλήσεις. Αυτός όμως εκώφευσε, και χωρίς χρονοτριβή εγκαινίασε τις εργασίες του τυπογραφείου. Είναι πραγματικά καταπληκτικός ο αριθμός των βιβλίων, που βγήκαν από το πιεστήριο του τυπογραφείου μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα, που το άφησαν να λειτουργήσει. Ανάμεσα στα πρώτα του βιβλία ήταν κι ένα γραμμένο από τον Μελέτιο Πηγά, στο οποίο εξέταζε αυτός και αρνιόταν την αξίωση του πάπα να είναι η κεφαλή της Εκκλησίας. Για μια ακόμα φορά ο ανεψιός τιμούσε το έργο του μεγάλου θείου του.

Δε βάσταξε όμως πολύ το ωραίο αυτό όνειρο ­ μόλις τρία περίπου χρόνια. Απανωτές μηχανορραφίες των Ιησουϊτών είχαν σαν αποτέλεσμα να τον κάνουν τον Μεταξά ύποπτο στις τουρκικές αρχές. Σύμφωνα με πληροφορίες, που μας δίνει ο Δ. Π. Καλογερόπουλος στο βιβλίο του “Η τυπογραφία εν Επτανήσω”, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη ο Μεταξάς, και το τυπογραφείο του το εγκατέστησε στη Λειβαθού της Κεφαλλονιάς.

Θυμώνει η “Προπαγάνδα”

Διαδοχικά κύματα ρωμαϊκής προέλευσης άρχισαν τώρα να χτυπούν την Κωνσταντινούπολη. Ένας από τους παράγοντες, που συνωμότησαν εναντίον του Λούκαρι και του αναμορφωτικού του έργου, είναι το γεγονός ότι ακριβώς όταν επέστρεψε αυτός, το 1623, στην Κωνσταντινούπολη από την πρώτη του εξορία, ιδρυόταν από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΕ΄ η οργάνωση “Προπαγάνδα Πίστης”, που σαν στόχο της είχε να συγκεντρώσει κάτω από μια ενιαία διοίκηση τις σκόρπιες σ’ όλον τον κόσμο ρωμαιοκαθολικές ιεραποστολές με την προοπτική συντονισμού της δράσης τους και εξασφάλισης καλύτερων αποτελεσμάτων.

Δεν ήταν όμως η δράση της “Προπαγάνδας Πίστης” ο μόνος παράγοντας, που είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο έργο του Λούκαρι. . .

Ένα ωραίο άγαλμα μέσα στο ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, σμιλεμένο από τον μεγάλο Bernini, παριστάνει έναν άντρα με μακρύ γένι, τετράγωνα κομμένο, μεγάλο μέτωπο και φαρδιά φρύδια, που κάτω τους λάμπουν δύο μάτια γεμάτα περηφάνια και δύναμη. Ο πάπας Ουρβανός Η΄ είναι αυτός. Γενική είναι η γνώμη ότι αυτός ήταν ο δυναμικότερος πάπας του δέκατου έβδομου αιώνα. Είχε βέβαια και ο ίδιος συνείδηση των προσόντων του.

Δεν διακρινόταν για την ευσέβειά του ο Ουρβανός. Ο Philarete Chasles, που τον ήξερε από τον καιρό, που ήταν ακόμα καρδινάλιος, μας διέσωσε τον κυνισμό του γράφοντος στον Γαλιλαίο, που έμελλε να καταδικαστεί, όταν ο Ουρβανός θα γινόταν πια πάπας: “Μου έλεγε χθες βράδυ ο Καρδινάλιος Barberini πως του ουρανού οι υποθέσεις δεν έχουν μεγάλη πέραση εδώ κάτω”.

Με την άνοδό του στον παπικό θρόνο το 1623 έγινε και επίσημα ο Ουρβανός υπεύθυνος για την πρόοδο του έργου της “Προπαγάνδας Πίστης”. Πέρασε έτσι και του Λούκαρι η υπόθεση στα ανυπόμονα και σκληρά χέρια του, που με ακοίμητο ζήλο κατεύθυναν την προσπάθεια να εξοντώσουν εκείνον τον ανεπιθύμητο κάτοχο του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος μόλυνε με τη διδασκαλία του την Ελλάδα, με στόχο να πετύχει την ένωση της Εκκλησίας του με την “καλβινική συναγωγή της Δύσης”.

Νωρίς λοιπόν το 1625 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο γνωτός προσήλυτος της Ρώμης Καννάκιος Ρώσσης, που είχε την εντολή του πάπα να πλησιάσει τον Λούκαρι με ορισμένες προτάσεις του. Να τον διαβεβαιώσει, πρώτα, ότι η Εκκλησία της Ρώμης επιθυμούσε πάντοτε την ειρήνη με όλες τις Εκκλησίες, και ιδιαίτερα την Ελληνική. Όσο για τον τωρινό Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, ήταν διατεθειμένος ο πάπας να ξοδέψει κολοσσιαία χρηματικά ποσά. Αν ομως υποτεθεί ότι οι φήμες, που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, ήταν βάσιμες, δεν βλέπει ο πάπας πώς θα μπορούσε να υλοποιήσει αυτήν την επιθυμία του. Είχε, παραδείγματος χάρη, την πληροφορία ο πάπας ότι ο πατριάρχης απορρίπτει την επίκληση των αγίων, την προσκύνηση των εικόνων και των λειψάνων τους, την Ιερά Παράδοση, την αυθεντία των Συνόδων και την ανάγκη της εξομολόγησης σε ιερέα.

Έλεγαν ακόμα οι οδηγίες, που δόθηκαν στον Ρώσση, ότι αν οι φήμες αυτές ήταν αβάσιμες και ήταν σε θέση ο πατριάρχης να αποδείξει ότι ήταν αθώος, θα έπρεπε να στείλει στον πάπα μια ομολογία της πίστης του, με την οποία θα αποδεχόταν τη Σύνοδο της Φλωρεντίας και θα καταδίκαζε τις πλάνες των Καλβινιστών και των Λουθηρανών.

Τέτοιο ήταν το τελεσίγραφο της Ρώμης. Καμιά αμφιβολία δεν μπορούσε να έχει ο Λούκαρις ότι τελεσίγραφο ήταν. Ήξερε ότι τίποτε άλλο δεν θα ικανοποιούσε τη Ρώμη από την άνευ όρων παράδοση στον πάπα και του ίδιου και της Εκκλησίας του. Αρνήθηκε βέβαια να συμμορφωθεί με το τελεσίγραφο, και, αντί για άλλη απάντηση, προχώρησε θαρρετά στο έργο της θρησκευτικής αναμόρφωσης του ελληνικού λαού με δύο ακόμα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.

 

* * *

 

Το πρώτο βήμα ήταν η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική γλώσσα. Φορτωμένος καθώς ήταν με τις άλλες του ασχολίες, εμπιστεύθηκε αυτό το έργο στον καλά μορφωμένο ιερομόναχο Μάξιμο Καλλιουπολίτη. Παρακολουθούσε όμως προσωπικά ο ίδιος με αδιάπτωτο ενδιαφέρον την πρόοδο αυτού του έργου. Η πρώτη αυτή μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική γλώσσα τυπώθηκε στη Γενεύη. Τυπώθηκαν σε δύο παράλληλες στήλες το αρχικό ελληνικό κείμενο και η μετάφραση. Και τέθηκε σε κυκλοφορία αυτό το ιερό βιβλίο το χρόνο ακριβώς του μαρτυρικού θανάτου του Λούκαρι.

Το άλλο βήμα, που πήρε αυτός προς την ίδια αυτή κατεύθυνση, ήταν η συγγραφή μιας Κατήχησης, με την οποία θα βοηθούσε το ποίμνιό του να έρθει σε στενότερη σχέση με τα στοιχεία της χριστιανικής πίστης. Η ετοιμασία μιας τέτοιας κατήχησης ήταν ένα από τα σχέδια του Λούκαρι πριν ακόμα έρθει στην Κωνσταντινούπολη, και θα είχε ίσως δει κιόλας το φως της δημοσιότητας, αν δεν είχαν επέμβει οι Ιησουΐτες στην τυπογραφική δραστηριότητα του Μεταξά.

Καταπιάστηκε λοιπόν με αυτό το έργο ­ την περίφημη “Ομολογία Πίστης” του. Στα δέκα οκτώ κεφάλαιά της, που τα ακολουθούν τέσσερις ερωτήσεις, καλύπτει η Ομολογία με σύστημα και σαφήνεια ολόκληρο το έδαφος της χριστιανικής πίστης.

Την Αγία Γραφή την δέχεται ως τη μοναδική και αποκλειστική πηγή θείας αποκάλυψης. “Ου γαρ έστιν ίσον υπό του Αγίου Πνεύματος ημάς διδάσκεσθαι και υπό ανθρώπων. Τον γαρ άνθρωπον εξ αγνοίας ενδεχόμενον αμαρτήσαι και απατηθήναι, η δε Αγία Γραφή ούτε απατά ούτε απατάται, ουδ’ υπόκειται αμαρτήματι, αλλ’ έστιν αδιάπτωτος και αένναον κύρος έχουσα”.

Προχωρεί κατόπιν στη διερεύνηση του θέματος, που έχει τόσο βαθιά χωρίσει τους χριστιανούς μεταξύ τους ­ του ζητήματος της δια πίστεως ή των έργων σωτηρίας, και παίρνει ανεπιφύλαχτα τη θέση του με την πρώτη άποψη. “Πιστεύομεν πίστει δικαιούσθαι τον άνθρωπον, ουκ εξ έργων”. Δίνει μια ειδική θέση στα έργα, όχι σαν βάση της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά σαν απόδειξή της. “Επί μαρτυρία της πίστεως προς βεβαίωσιν της ημών κλήσεως”.

Τρία κεφάλαια αφιερώνει στο θέμα της Εκκλησίας. Σαφή διάκριση κάνει μεταξύ της αόρατης Εκκλησίας, στην οποία ανήκουν μόνο όσοι δια της αναγεννήσεως απέκτησαν την αιώνια ζωή, και των ορατών, στις οποίες βλέπουμε “τον σίτον τοις αχύροις συναναμιγνύμενον”.

Σε άλλα τρία κεφάλαια εξετάζει το ζήτημα των τελετών ­ οριακό σημάδι κι αυτό της θεολογικής θέσης του ­ και τις ανεβάζει σε δύο. “Πιστεύομεν τα ευαγγελικά μυστήρια εν τη Εκκλησία είναι άπερ ο Κύριος παρέδωκεν εν τω Ευαγγελίω, κακείνα δύο είναι. Τοσαύτα γαρ ημίν παρεδόθη. Και ο νομοθέτης ου πλείω παρέδωκεν”. Τα δύο αυτά μυστήρια είναι το Βάφτισμα και η Ευχαριστία. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο είναι ότι απορρίπτει τη μηχανιστική, αυτόματη ενέργεια των τελετών στην καρδιά του ανθρώπου, που πρέπει να είναι “ηνωμένη μετά πίστεως ειλικρινούς, ότι ηλαττωμένης της πίστεως τοις μεταλαμβάνουσιν η ολοκληρία του μυστηρίου ου σώζεται”.

Για την τελετή της Ευχαριστίας δέχεται ότι αυτή εξασφαλίζει για τον μεταλαμβάνοντα πιστό “την αληθή και βεβαίαν παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού”. Την παρουσία όμως αυτή του Κυρίου δεν την δέχεται με κάποιαν υλική μορφή, σαν αυτήν που είναι συνδεδεμένη με το δόγμα της μετουσίωσης, την οποία η Ομολογία κατηγορηματικά την απορρίπτει: “Ουκ αισθητώς τοις οδούσι τρύχοντας και αναλύοντας την μετάληψιν”.

Το τελευταίο κεφάλαιο της Ομολογίας είναι αφιερωμένο στη μέλλουσα ζωή, στην οποία δέχεται ότι οι άνθρωποι βρίσκονται “ή εν μακαριότητι ή εν κατακρίσει”, και αποκλείεται οποιαδήποτε μετά θάνατο μεταβολή της θέσης τους. Συνεπώς “οι ενταύθα δεδικαιωμένοι ουδαμώς μετά ταύτα υπόκεινται κατακρίσει, όσοι δε πάλιν ουκ εδικαιώθησαν, κοιμηθέντες εις αιώνιον αποκληρούνται κατάκρισιν, μη ούσης μετά θάνατον μετανοίας”. Κατά συνέπεια, εφόσον “καιρός χάριτος ο παρών αιών. . . δει έκαστον εν των νυν αιώνι μετανοείν και άφεσιν αμαρτιών δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εξαιτείν, ει σωθήναι θελήσειε”.

Την έκλεισε την Ομολογία του ο Λούκαρις με την ευχή: “Δώη δε Κύριος τοις πάσιν εν πάσιν ορθώς φρονείν, και συνείδησιν ειλικρινή”. Τυπώθηκε αυτή το 1629. Το αυτόγραφό της με την υπογραφή του Κύριλλου Λούκαρι φυλάγεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

Η πρώτη  και η τελευταία σελίδα του αυτογράφου της Ομολογίας του Λούκαρι
(Χειρόγραφο που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη  του Παν. της Γενεύης)

Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι αυτή η Ομολογία, με σαφώς ευαγγελικό περιεχόμενο, προκάλεσε εχθρική αντίδραση. Μια τέτοια αντίδραση ο ίδιος ο Λούκαρις την είχε προβλέψει. Γράφει: “Την σύντομον ταύτην ομολογίαν ημών εις σημείον έσεσθαι αντιλεγόμενον τεκμαιρόμεθα”.

Τρεις μήνες μετά το θάνατο του Λούκαρι, τον Σεπτέμβριο του 1638, συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μια Σύνοδος υπό την προεδρία του διαδόχου του στον πατριαρχικό θρόνο και άλλοτε επισκόπου Βέροιας, η οποία αναθεμάτισε και την Ομολογία και τον συγγραφέα της. Μια δεύτερη Σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάϊο του 1642 υπό την προεδρία του τότε πατριάρχη Παρθένιου Β΄ με τον ίδιο σκοπό, την καταδίκη της Ομολογίας του Λούκαρι. Λίγο νωρίτερα είχε συγκληθεί στο Ιάσιο, την πρωτεύουσα της Μολδαβίας, μια Σύνοδος υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Κιέβου, που και αυτή απερίφραστα καταδίκασε την Ομολογία. Άλλη μια Σύνοδο συγκάλεσε το 1672 στην Ιερουσαλήμ ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, που είναι σήμερα γνωστή και ως Σύνοδος της Ιερουσαλήμ και ως Σύνοδος της Βηθλεέμ. Προχώρησε και αυτή στον αναθεματισμό της Ομολογίας.

Καινούργιες Τρικυμίες

Αν ο Ουρβανός Η΄ και η “Προπαγάνδα Πίστης” είχαν ελπίσει ότι χαλαρώνοντας την πολεμική τους εναντίον του Λούκαρι και χρησιμοποιώντας διπλωματικότερα μέσα θα κατόρθωναν να τον πάρουν με το μέρος τους, όπως το είχαν πετύχει με άλλους Έλληνες κληρικούς, η εμφάνιση της “Ομολογίας” έβαλε ασφαλώς τέρμα σ’ αυτήν την ελπίδα τους. Νέα λοιπόν σχέδια καταστρώθηκαν εναντίον τού μισητού πατριάρχη. Όπως το τοποθετεί το θέμα ο Ρωμαιοκαθολικός ιστορικός L. F. von Pastor: “Τέτοιον άμεσο κίνδυνο αποτελούσε για την ένωση ο Λούκαρις, που καθήκον πια ήταν για την Αγία Έδρα να τον απομακρύνει από τον πατριαρχικό θρόνο”.

Ένας άλλος τώρα εχθρός του Λούκαρι εμφανίστηκε, ο Κύριλλος Κονταρής, επίσκοπος της Βέροιας. Όχι της δικής μας Βέροιας, αλλά της σημερινής πόλης Χαλέπ της Συρίας. Παλιός απόφοιτος του σχολείου των Ιησουϊτών στην Κωνσταντινούπολη ήταν κι αυτός, και με την τυφλή υπακοή του στη Ρώμη είχε προκαλέσει την αγανάχτηση όλων σχεδόν των κύκλων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είχε όμως βλέψεις στον οικουμενικό θρόνο.

Έγινε λοιπόν πάλι χρήση του όπλου της συκοφαντίας στους Τούρκους. Κατηγόρησαν τον Λούκαρι ότι κατά κάποιον τρόπο βοηθούσε τους Κοζάκους στις επιδρομές, που πραγματοποιούσαν εκείνην τη χρονική περίοδο. Σε πολύ κατάλληλη στιγμή για την προώθηση των σχεδίων της Ρώμης ήρθε η κατηγορία. Σε μια ατμόσφαιρα, που ήταν κορεσμένη από ανησυχία, δεν ήταν δύσκολο για τους εχθρούς του Λούκαρι να τον κάνουν ύποπτο στους Τούρκους. Κατάφεραν πράγματι να τον εκθρονίσουν, και να τοποθετήσουν στη θέση του τον Κονταρή. Δεν χάρηκε όμως αυτός για πολύ το θρόνο, γιατί δεν κατόρθωσε να συμπληρώσει ολόκληρο το χρηματικό ποσό του “πεσκές”, κι αφού απόλαυσε για εφτά μέρες τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη, τον εξόρισαν οι Τούρκοι.

Γύρισε έτσι πάλι στο θρόνο ο Λούκαρις, για λίγους όμως μήνες. Τον Μάρτιο του 1634 δέχτηκε μια άλλη επίθεση. Από συμπατριώτη του κι αυτήν τη φορά, άνθρωπο μάλιστα, από τον οποίο είχε λόγους να περιμένει κάποιαν ευγνωμοσύνη, τον Αθανάσιο Πατελάρο. Άρχισε κι αυτός να ορέγεται τον πατριαρχικό θρόνο, κι όταν έδειξαν απροθυμία οι Τούρκοι να κάνουν έστω και την παραμικρότερη έκπτωση στην τιμή, που είχαν ζητήσει από τον Κονταρή, πλήρωσε αυτός ολόκληρο το τίμημα, και αγόρασε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Εξορίστηκε έτσι ο Λούκαρις στην Τένεδο. Η τρίτη εκθρόνισή του ήταν αυτή, και η δεύτερη εξορία. Ολιγοχρόνια όμως ήταν αυτή. Σύμφωνα με πληροφορία, που μας δίνει ο Thomas Smith, μέσα σ’ ένα τρίμηνο, τον Ιούνιο 1634 “με την πρόθυμη βοήθεια των φίλων του και την πληρωμή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού γύρισε στα ίδια”.

Οι δύο Κύριλλοι

Γύρισε ο Λούκαρις από τη δεύτερη εξορία του, δεν έμεινε όμως για πολύ ήσυχος. Καινούργιες περιπέτειες τον βρήκαν. Οι πηγές μας δεν είναι απόλυτα σύμφωνες μεταξύ τους. Κατά πάσα όμως πιθανότητα, σύμφωνα με πληροφορία, που μας δίνει ο G. Hofmann, τα νέα αυτά γεγονότα πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1635.

Είχε γυρίσει στο μεταξύ ο Κονταρής από την εξορία του, και εγκαινίασε καινούργιες προσπάθειες να καταλάβει τον οικουμενικό θρόνο. Κατάφερε αυτήν τη φορά να βρει τα χρήματα για το απαραίτητο “πεσκές”. Την πηγή από την οποία τα πορίστηκε την αποκάλυψε ο ίδιος, όταν σ’ ένα γεύμα, μεθυσμένος καθώς ήταν, ομολόγησε ότι “την υπόθεση αυτήν την καταπιάστηκε μαζί με τον Ρωμαίο ποντίφηκα”.

Οπωσδήποτε, πληρώθηκαν στους Τούρκους πενήντα χιλιάδες τάληρα, και βρέθηκε άλλη μια φορά ο Κονταρής Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κύριλλος Β΄, “ελέω του Τούρκου αυτοκράτορα και του Ρωμαίου ποντίφηκα”, κατά την καυστική φράση του Th. Smith. Και ο Κύριλλος Λούκαρις έπαιρνε άλλη μια φορά το δρόμο της εξορίας, στη Ρόδο πάλι. Μέχρι τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, 1636, αφέθηκε εκεί.

Στην Κωνσταντινούπολη ο Κονταρής παραδόθηκε αδίσταχτα στην απόλαυση του θριάμβου του. Συμπόσια οργανώνονταν τώρα για τον πατριάρχη και τους φίλους του, στα οποία δεν κατάφερνε πάντα αυτός να δίνει το παράδειγμα της εγκράτειας. Επιπλέον ξέσπασε η αγανάχτηση των επισκόπων, και στασίασαν εναντίον του Κονταρή. Γύρισε πάλι ο Λούκαρις στην Κωνσταντινούπολη, και για τελευταία φορά την άνοιξη του 1637 ανέβηκε στο θρόνο.

 

* * *

 

Το Μαρτύριο

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, που μας δίνει ο Th. Smith, οι εχθροί της Μεταρρύθμισης στη Ρώμη, βλέποντας το θαρρετό και άκαμπτο πνεύμα, με το οποίο είχε αντιμετωπίσει ο Λούκαρις τους διωγμούς και τις εξορίες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι “όσο ζούσε αυτός, ήταν μάταιη κάθε ελπίδα επιτυχίας των σχεδίων τους”. Και η απόφαση για την εξόντωσή του θα πρέπει να πάρθηκε στην αρχή ακόμα της διακονίας του στον πατριαρχικό θρόνο για την τελευταία αυτή φορά.

Στο θρόνο της Τουρκίας βρισκόταν τώρα ο νεαρός σουλτάνος Μουράτ Δ΄, και με τα βασιλικά πράγματι δώρα, που πρόσφεραν οι συνωμότες στον Μεγάλο Βεζύρη, εξασφάλισαν τη συνεργασία του. Οι Κοζάκοι για άλλη μια φορά προσφέρθηκαν άθελά τους να βοηθήσουν. Αυτοί, όταν ο σουλτάνος βρισκόταν σε πολεμικές εχθροπραξίες με την Περσία με αντικειμενικό σκοπό να καταλάβει τη Βαγδάτη, πολιόρκησαν και κατέλαβαν την πόλη Ασάκ της Αζοφικής Θάλασσας. Την κρίσιμη αυτή ώρα, που και η απλή αναφορά του ονόματος των Κοζάκων ήταν αρκετή για να εξαγριώσει τον σουλτάνο, έκανε ο Μεγάλος Βεζύρης υπαινιγμό ότι ο Έλληνας πατριάρχης διατηρούσε αλληλογραφία με τους Κοζάκους. Αυτό ήταν αρκετό. “Δεν πρέπει να απορεί κανείς”, για να μεταχειριστούμε τα λόγια του ιστορικού Ε. von Hammer, “για το πώς ο αιμοχαρής αυτός τύραννος δεν σεβάστηκε τον ιερό χαρακτήρα του αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας”.

Βιαστικά στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας αγγελιαφόρος να φέρει στον διοικητή της πόλης τη μοιραία διαταγή. Έστειλε τότε αυτός έναν αξιωματικό με τέσσερις στρατιώτες. Συνέλαβαν αυτοί τον πατριάρχη και τον έκλεισαν στη φυλακή του Νεόκαστρου στη δυτική ακτή του Βόσπορου. Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 1638 ήρθε στη φυλακή ένα στρατιωτικό απόσπασμα, για να οδηγήσει τον Λούκαρι στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος αξιωματικός, από φόβο μήπως διαδοθεί η είδηση στην πόλη και ξεσηκωθεί ο λαός, είπε στον Λούκαρι ότι είχε την εντολή να τον πάει με βάρκα στο λιμάνι του Αγίου Στεφάνου, στα νότια της Κωνσταντινούπολης, όπου θα τον επιβίβαζε στο πλοίο, που θα τον έφερνε στον τόπο μια καινούργιας εξορίας. Μόλις όμως απομακρύνθηκε η βάρκα από την ακτή, κατάλαβε ο Λούκαρις ότι δεν τον οδηγούσαν σε εξορία, αλλά στο θάνατο. Γονάτισε τότε μέσα στη βάρκα, και έφερε στον Κύριο, που τόσο πιστά είχε υπηρετήσει, την τελευταία του προσευχή.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν σ’ ένα ερημικό μέρος της ακτής, κοντά στον Άγιο Στέφανο, αποβιβάστηκε το στρατιωτικό απόσπασμα μαζί με τον μελλοθάνατο πατριάρχη. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος πέρασε το βρόχο στο λαιμό του, και καθώς έδυε ο ήλιος της 27 Ιουνίου 1638 ο μαρτυρικός θάνατος τερμάτισε την πολύτιμη ζωή του Κύριλλου Λούκαρι σε ηλικία εξήντα δύο ετών. Εκεί κοντά στην ακτή έθαψαν οι Τούρκοι στρατιώτες το πτώμα του πατριάρχη, αφού πρώτα μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ρούχα και τις αποσκευές, που είχε πάρει αυτός μαζί του για τον τόπο της εξορίας, και τα πούλησαν την άλλη μέρα στο παζάρι της Κωνσταντινούπολης.

Ο Κονταρής όμως και οι φίλοι του τον φοβούνταν τον Λούκαρι και νεκρό ακόμα. Έστειλαν λοιπόν στον τόπο της εκτέλεσης ανθρώπους τους, οι οποίοι ξέθαψαν το πτώμα του, και το έρριξαν στη θάλασσα. Μερικοί ψαράδες το είδαν την επόμενη μέρα πάνω στα κύματα, το αναγνώρισαν, και το έφεραν στο νησάκι του Αγίου Ανδρέα, όπου και το έθαψαν.

Τον Κονταρή, που τον εξόρισε ο Μουράτ, τον διαδέχτηκε στον οικουμενικό θρόνο ο Παρθένιος Α΄, που ήταν φίλος του Λούκαρι. Δόθηκε έτσι, έστω και με κάποια καθυστέρηση, η ευκαιρία στην Εκκλησία να τιμήσει τη μνήμη του μαρτυρικού πατριάρχη. Ανοίχτηκε το 1648 ο ταπεινός τάφος του νησιού, για να μεταφερθούν και να ταφούν τα οστά του Λούκαρι στο μοναστήρι της Θεοτόκου στη Χάλκη. Η κηδεία, που έγινε στο ναό του Πατριαρχείου, ήταν μια σεμνή τελετή, και πλήθος λαού την παρακολούθησε.

Το πραγματικό όμως ύστατο “χαίρε” της Ελλάδας στον άνθρωπο, που σε μια από τις σκοτεινότερες ώρες της, την αγάπησε, μόχθησε για χάρη της, και στο τέλος πρόσφερε κι αυτήν τη ζωή του γι’ αυτήν, ειπώθηκε νωρίτερα με μια πράξη αφοσίωσης μερικών απλών ανθρώπων, όταν τα ροζιασμένα τους χέρια έσκαψαν στην ακτή του νησιού του Αγίου Ανδρέα έναν ερημικό τάφο, και απόθεσαν στη πατρώα γη του Κύριλλου Λούκαρι το ταλαιπωρημένο σώμα.

Η Ακτινοβολία

Άμεσους και εντυπωσιακούς καρπούς, σαν εκείνους, που στεφάνωσαν το Μεταρρυθμιστικό Κίνημα σε άλλες χώρες της Ευρώπης, του Κύριλλου Λούκαρι το έργο δεν έφερε. Όμως δεν θα ακριβολογούσαμε, αν λέγαμε ότι δεν άσκησε καμιά επίδραση το έργο του στη ζωή της πατρίδας μας.

Να θυμηθούμε πρώτα – πρώτα τη δράκα εκείνη των ανθρώπων, που επηρεάστηκαν από το έργο του, και αγκάλιασαν το μήνυμά του. Ας αναφέρουμε πρώτο τον Μελέτιο Παντόγαλο, αρχιεπίσκοπο της Εφέσου. Συμμεριζόταν πλήρως αυτός τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Λούκαρι. Ο πατήρ Σίμων, στην “Κριτική του Ιστορία των Θρησκειών και Εθίμων των Λαών της Ανατολής”, αναφέρει ένα γράμμα του Παντόγαλου, με το οποίο απέρριπτε αυτός τη μεσολαβητική ενέργεια των αγίων, την εικονολατρία, το δόγμα της μετουσίωσης στην τελετή του Δείπνου του Κυρίου, και άλλα.

Έρχεται μετά ο ιερέας Ναθαναήλ Κωνώπιος, ένθερμος μαθητής του Λούκαρι, στον οποίο χρωστούμε την εξιστόρηση των λεπτομερειών του μαρτυρικού θανάτου του. Από την Κρήτη καταγόταν κι αυτός. Μετά το θάνατο του Λούκαρι τον βρίσκουμε φοιτητή στην Οξφόρδη, και συνέχισε μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Leyden, στην Ολλανδία. Τον καιρό της παραμονής του εκεί εξέφρασε την επιθυμία να μεταφράσει το “Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας” του Καλβίνου. Ο Α. Δημητρακόπουλος γράφει ότι πράγματι το μετέφρασε. Δεν κατόρθωσα όμως να ανακαλύψω κάποια αναφορά σ’ ένα τέτοιο βιβλίο στη βιβλιογραφία της ελληνικής λογοτεχνίας του δέκατου έβδομου αιώνα.

Ακολουθούν άλλοι οπαδοί των αρχών, που κήρυξε ο Λούκαρις: ο Νεόφυτος αρχιεπίσκοπος της Ηράκλειας, και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος Α΄. Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τον Σοφρώνιο, επίσκοπο Αθηνών. Έγραφε γι’ αυτόν ο Λούκαρις στον Α. Leger στις 10 Μαρτίου 1637: “Έχει πολύ καλές προθέσεις για την αναμορφωμένη θρησκεία”. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε τον ιερομόναχο Μάξιμο Καλλιουπολίτη, που, όπως έχει ήδη ειπωθεί, υπήρξε ο πολύτιμος συνεργάτης του Λούκαρι σε ένα από τα μεγάλα έργα της ζωής του, και τον Πρωτονοτάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης Φίλιππο τον Κύπριο, που, όπως φαίνεται, πήρε κι αυτός ενεργό μέρος στην υπόθεση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης, και προκάλεσε γι’ αυτό τον δριμύ έλεγχο του Αρχιμανδρίτη Αρσένιου από τη Βλαχία.


Antoine Leger

Αυτοί είναι οι άνθρωποι, για τους οποίους έχουμε θετικές πληροφορίες ότι επηρεάστηκαν από το μήνυμα του Λούκαρι, και εκδηλώθηκαν απερίφραστα υπέρ των αρχών της Μεταρρύθμισης. Πνευματικός καρπός του έργου του Λούκαρι όλοι αυτοί. Σ’ αυτούς τους λιγοστούς θα πρέπει να προσθέσουμε εκείνους, που τα ονόματά τους δεν έφτασαν μέχρι εμάς. Αλλά και με αυτών των άγνωστων και ανώνυμων την προσθήκη ο αριθμός των οπαδών των αρχών του Λούκαρι εξακολουθεί να είναι μικρός.

Τον βαθμό όμως της επιτυχίας της αναμορφωτικής προσπάθειας του Κύριλλου Λούκαρι δεν πρέπει να τον μετρήσουμε με τον μεγάλο ή μικρό αριθμό των οπαδών του. Προς μιαν άλλη κατεύθυνση θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε μόνιμη επίδραση, που άσκησε το έργο του πάνω στον Ελληνικό λαό. Αυτή είναι η πρώτη νεοελληνική μετάφραση της Καινής Διαθήκης. Με αυτήν την έκδοση έσπειρε το χέρι του Πατριάρχη στην καρδιά του λαού του τον πρώτο σπόρο της θρησκευτικής αναμόρφωσης, που αργά ή γρήγορα θα έφερνε τον καρπό του.

Σαράντα χρόνια μετά το θάνατο του Λούκαρι ο Παύλος Rycaut, άλλοτε Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη, γράφει πως η Αγία Γραφή διαβαζόταν στις εκκλησίες στη “χυδαία γλώσσα”. Οι διαθέσεις του Rycaut για τον Λούκαρι κάθε άλλο παρά φιλικές ήταν, και αυτό ακριβώς προσθέτει κύρος στη μαρτυρία του. Πόσο πλατιά διαδεδομένη ήταν την εποχή του Rycaut η τακτική αυτή να διαβάζεται στη δημόσια λατρεία η Αγία Γραφή στη μετάφραση του Λούκαρι, και πόσο κράτησε αυτή η τακτική δεν ξέρουμε. Εκείνο όμως, που είναι βέβαιο, είναι ότι όσο κράτησε, δεν μπορεί παρά αγαθή να ήταν η επίδραση, που άσκησε.

Ναι, έχουμε λόγους να αναπολούμε με ευγνωμοσύνη το αναμορφωτικό έργο του πιστού εκείνου εργάτη του Κυρίου, του Κύριλλου Λούκαρι.

Loading