Σύντομο ιστορικό
Η ιστορία της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας (Ε.Ε.Ε.) θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο περιόδους, οι οποίες περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα γεγονότα πριν και μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει δύο παράλληλες ενότητες: α) Γεγονότα στον Ελλαδικό χώρο και β) Γεγονότα στη Μικρά Ασία.
Το υπόβαθρο της ελληνικής διαμαρτύρησης
Πριν το 19ο αιώνα, ορισμένες σημαντικές αναμορφωτικές προσπάθειες της ορθόδοξης εκκλησίας έγιναν στο ζωτικό χώρο του ελληνισμού, οι οποίες όμως έμειναν χωρίς συνέχεια. Ενδεικτικά αναφέρονται η αναμόρφωση των Ισαύρων τον 8ο αιώνα, καθώς και η προσπάθεια του Πατριάρχη Κυρίλλου του Λουκάρεως τον 17ο αιώνα όταν ίδρυσε Πατριαρχικό Τυπογραφείο, παρήγγειλε και τύπωσε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην καθομιλουμένη, και τέλος συνέγραψε τη Λουκάρειο Ομολογία, η οποία είχε σαφή διαμαρτυρόμενο προσανατολισμό. Αν και στις παραπάνω δύο κινήσεις μεγάλο ρόλο έπαιξε η πολιτική, η οποία τελικώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να σβήσουν, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η προσπάθεια για θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις εντός της ορθόδοξης εκκλησίας, και για επιστροφή στη Βίβλο και στη μελέτη της απασχολούσαν σημαντικό τμήμα των αναμορφώσεων αυτών.
Μία άλλη προσπάθεια όχι εκ των άνω αλλά από τον λαό, είναι η δημιουργία ευαγγελικών εκκλησιών από έλληνες επηρεασμένους από την Μεταρρύθμιση, που ζούσαν στην Κρήτη και στις άλλες ενετικές κτήσεις του ελληνικού αρχιπελάγους κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Συχνά οι ευαγγελικοί της εποχής πέρασαν από την Καθολική ιερά εξέταση και καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις.
Στα χρόνια μετά την γαλλική και πριν την ελληνική επανάσταση διαδόθηκαν οι ιδέες του νεοελληνικού διαφωτισμού. Οι ιδέες αυτές, καθώς και οι θεολογικοί προβληματισμοί για την πνευματική ανανέωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που εκφράστηκαν από Έλληνες λογίους, οι οποίοι επονομάστηκαν «Διδάσκαλοι του Γένους», όπως ο διαπρεπής φιλόλογος Αδαμάντιος Κοραής, ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο αρχιμανδρίτης και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεόφυτος Βάμβας, αποτέλεσαν το υπόβαθρο νέων πνευματικών αναζητήσεων στον Ελλαδικό χώρο.
Πρώτη περίοδος: η ίδρυση της Ε.Ε.Ε.
α) Ελλαδικός χώρος
Τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία μιας Ευαγγελικής Κοινότητας στην Ελλάδα θα μπορούσαν να ανιχνευτούν το 1828, με την άφιξη του Αμερικανού φιλέλληνα και ιεραποστόλου Ιωνά Κινγκ, τον οποίο υποδέχτηκε θερμά ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Κινγκ μερίμνησε για την παροχή βοήθειας και την ίδρυση σχολείων σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας, ενώ από το 1931 ξεκίνησε στο σπίτι του μια ομάδα μελέτης της Βίβλου. Οι ανήθικες επιθέσεις εναντίον του Ιωνά Κινγκ από φανατικούς θρησκευόμενους, καθώς και η δίκη και η καταδίκη του το 1852, επειδή έκανε μαθήματα με βάση την Αγία Γραφή, επηρέασαν αποφασιστικά και έστρεψαν προς τη Διαμαρτύρηση τον χειρουργό γιατρό και θεολόγο Μιχαήλ Καλαποθάκη (1825-1911), με αποτέλεσμα αυτός να γίνει ο ιδρυτής της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας. Η ίδρυσή της σηματοδοτείται από την έκδοση της εφημερίδας «Αστήρ της Ανατολής» τον Ιανουάριο του 1858, η οποία συνεχίζεται με μορφή περιοδικού μέχρι σήμερα. Ο Μιχαήλ Καλαποθάκης εξέδιδε επίσης από το 1868 ως και το 1893 και την «Εφημερίδα των Παίδων», το πρώτο παιδικό εικονογραφημένο έντυπο στην Ελλάδα. Το 1860 ο Καλοποθάκης ίδρυσε το πρώτο «Κυριακό Σχολείο» (κατηχητικό) στην Ελλάδα, ενώ αργότερα (το 1872) θα ιδρύσει και τον πρώτο «Χριστιανικό Σύλλογο των Νέων».
Κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης του 1866-69 ο Καλοποθάκης με τους συνεργάτες του, ίδρυσαν οργανισμό περιθάλψεως των προσφύγων από την Κρήτη, που έδινε τροφή, στέγη και εκπαίδευση σε χιλιάδες αναξιοπαθούντες.
Το 1871 οικοδομήθηκε ο πρώτος Ευαγγελικός Ευκτήριος Οίκος στην Αθήνα απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ενώ σύντομα δημιουργήθηκαν Ευαγγελικές Εκκλησίες στη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, τον Βόλο και τα Ιωάννινα. Το 1877 οι Εκκλησίες αυτές συγκρότησαν την πρώτη Σύνοδο των Ευαγγελικών Εκκλησιών, που τις συνένωσε σε ένα σώμα.
Το 1897 στον «ατυχή» ονομαζόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο, οι υπεύθυνοι της ΕΕΕ με αρχηγό τον Μ. Καλοποθάκη, μετέβησαν στο μέτωπο της Θεσσαλίας με σκοπό την περίθαλψη των τραυματιών και των προσφύγων. Από τις κακουχίες του πολέμου, ο ποιμένας Αθανάσιος Λογγινίδης αρρώστησε και πέθανε.
Κατά την διάρκεια του ίδιου πολέμου του 1897, αλλά και στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο το 1912, διακρίθηκε για τις υπηρεσίες της προς την πατρίδα η Μαρία Καλοποθάκη, πρώτη ελληνίδα γιατρός, κόρη του Μιχαήλ. Σπούδασε στο Παρίσι και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις της οργανώνοντας και διευθύνοντας στρατιωτικά νοσοκομεία, εκπαιδεύοντας αδελφές νοσοκόμες και προωθώντας την υγιεινή στα σχολεία.
Ο Μ. Καλοποθάκης υπήρξε πάρεδρο μέλος του Παρνασσού, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ιδρυτής Συλλόγου Φιλοζώων, και είχε έντονη δραστηριότητα για την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής.
Το 1911 ο Μιχαήλ Καλοποθάκης πέθανε και εκδότης του περιοδικού «Αστήρ της Ανατολής» ανέλαβε ο υιός του Δημήτριος (1867-1946). Ο Δημήτριος ήταν υφηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημοσιογράφος ανταποκριτής των Times και της Morning Post. Ο Δ. Καλοποθάκης υπήρξε συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εκστρατεία για τις εθνικές διεκδικήσεις προ της συνθήκης των Βερσαλλιών (1919). Από τον Βενιζέλο έλαβε την εντολή να ιδρύσει και να διευθύνει το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών από το 1920 μέχρι το 1930. Τιμήθηκε με διάφορα παράσημα από την Ελληνική και τη Βρετανική Κυβέρνηση.
β) Μικρά Ασία
Η πρώτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία στην Μικρά Ασία ιδρύεται το 1867 στο Δεμιρδάσιον (Ντεμίρ-Τας), ένα χωριό περίπου 10 χλμ. βόρεια της Προύσας, στο οποίο ήδη από το 1854 το Οθωμανικό κράτος είχε αναγνωρίσει την ύπαρξη «Ευαγγελικής Κοινότητας».
Με το πέρασμα των χρόνων, Ελληνικές Ευαγγελικές Εκκλησίες ιδρύονται επίσης στις πόλεις της Σμύρνης, Μαγνησίας, Βαϊνδιρίου (Μπαϊντίρ), Κοτυώρων (Ορδού), Σεμέν, Αμισού (Σαμψούντας), Κωνσταντινουπόλεως, Αξαρίου (Ακ-Σιχάρ), οι οποίες σύστησαν τον «Σύνδεσμο Ευαγγελικών Εκκλησιών» το 1883. Επιπλέον των παραπάνω εκκλησιών, υπήρξαν επίσης και άλλες έξι ανεξάρτητες Ευαγγελικές Εκκλησίες στις περιοχές του Μπέη-Αλάν, Σαρδογανίου (Σαρδογάν), Φλαβιανών (Ζιντζίδερε), Μουταλάσκης (Ταλάς), Προκοπίου (Ουρκιούπ), και Κιουρούμζε. Σε γενικές γραμμές όλες αυτές οι Εκκλησίες είχαν μικρό αριθμό μελών, ωστόσο συνεργάζονταν μεταξύ τους και με τις αντίστοιχες Εκκλησίες στην Ελλάδα, συνεργασία που εκφράστηκε, μεταξύ άλλων και με εναλλαγή ή περιοδείες των ποιμένων τους.
Σημαντική προσωπικότητα για τις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας υπήρξε ο Ξενοφών Μόσχου, διαπρεπής φιλόλογος και μεταφραστής του σημαντικότερου αγγλόγλωσσου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, των Liddell και Scott. Ο Μόσχου υπήρξε βοηθός του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου και συντάκτης της αγγλικής αλληλογραφίας του.
Με τις διώξεις και τις γενοκτονίες πολλοί μικρασιάτες Ευαγγελικοί έχασαν τη ζωή τους, και μεταξύ τους οι Ευαγγελικοί ποιμένες Π. Παυλίδης, Χ. Μποσταντζόγλου, Α. Ιωακειμίδης, Δ. Θεοχαρίδης, οι οποίοι απαγχονίστηκαν από τους Τούρκους εξαιτίας της πίστης τους και του ζήλου τους για τη διακήρυξη του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά το 1922, οι Έλληνες Ευαγγελικοί, παρόλο που η συνθήκη της Λωζάνης τους έδινε δικαίωμα εξαίρεσης, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους Ορθόδοξους αδελφούς τους στην Ελλάδα.
Δεύτερη περίοδος: μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
Οι Ευαγγελικοί πρόσφυγες είτε εντάχθηκαν στις ήδη υπάρχουσες Εκκλησίες στην Ελλάδα, είτε δημιούργησαν καινούριες στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν. Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκαν νέες Ευαγγελικές Κοινότητες στην Αθήνα, την Κατερίνη, τη Σεβαστή, τον Μυλότοπο Γιαννιτσών, τη Βέροια και τον Ακροπόταμο Θεσσαλονίκης. Το 1924 συγκροτήθηκε ο Πανελλήνιος Ευαγγελικός Σύνδεσμος, που περιέλαβε όλες τις Εκκλησίες. Το 1938 ο συγκεκριμένος Σύνδεσμος μετονομάστηκε σε Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, η οποία συντονιζόταν μέσω της Συνόδου της.
Οι Έλληνες Ευαγγελικοί συμμετείχαν ενεργά σε όλους τους αγώνες που χρειάστηκε να δώσει το Ελληνικό έθνος για την υπεράσπιση της εδαφικής του ακεραιότητας και των δικαιωμάτων του.
Αν και οι κοινότητες της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας έχουν ιστορική και κοινωνική παρουσία και δράση στην Ελλάδα και το εξωτερικό πάνω από 160 χρόνια, η Ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε επίσημα ως «νομικό πρόσωπο» την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία μόλις το 2014, με τον Ν. 40301/2014/ΦΕΚ 223 Α΄, με την επωνυμία «Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος» – Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο.
Η δραστηριότητα της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας συνεχίζεται συστηματικά σε διάφορους τομείς: στον πνευματικό, τον φιλανθρωπικό, τον εκδοτικό, τον καλλιτεχνικό και τον κοινωνικό τομέα.
Η φιλανθρωπική της δραστηριότητα περιλαμβάνει τα Χριστιανικά Κέντρα Απεξάρτησης «Ο Φιλήμων» στην Αθήνα και «Κεραμέας» στη Θεσσαλονίκη, το Κέντρο Φροντίδας Ηλικιωμένων «Καλός Σαμαρείτης» στην Κατερίνη, τη συμμετοχή της σε διακονίες φροντίδας προσφύγων σε όλη την Ελλάδα κ.ά. Έχει επίσης ένα πολυδιάστατο κοινωνικό δίκτυο φιλοξενίας, περίθαλψης, υποστήριξης και εκπαίδευσης προσφύγων, ασυνόδευτων ανηλίκων μεταναστών, υποστήριξης θυμάτων trafficking, υποστήριξης ανέργων, καθώς και κοινωνικά παντοπωλεία και συσσίτια αναξιοπαθούντων στο πλαίσιο των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων της. Υποστηρίζει επίσης ιεραποστολικό έργο στη νότια Αλβανία και την Τανζανία.
Η εκδοτική της δραστηριότητα συνεχίζεται με την έκδοση του περιοδικού «Αστήρ της Ανατολής» (του αρχαιότερου πλέον ελληνικού εντύπου από το 1858), με εκδόσεις βιβλίων και DVD, καθώς και μέσα από το διαδίκτυο.
Η καλλιτεχνική της δραστηριότητα περιλαμβάνει τις συναυλίες και τις εκδηλώσεις των μουσικών ομάδων και των χορωδιών επιμέρους Εκκλησιών, καθώς και διάφορες άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
Η κοινωνική της δραστηριότητα πραγματοποιείται μέσα από κατασκηνώσεις για παιδιά, εφήβους, νέους και οικογένειες, Συνέδρια και ημερίδες ενημέρωσης, εκπαίδευσης και στήριξης οικογενειών, ζευγαριών, ευπαθών ομάδων και προσώπων, καθώς και μέσα από οικολογικά προγράμματα συγκέντρωσης απορριμμάτων από τους δρόμους, τα πάρκα και τις παραλίες διάφορων πόλεων, σε συνεργασία με τους τοπικούς δήμους.
Τέλος, η Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος έχει ενεργό ρόλο στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης. Αποτελεί ιδρυτικό μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (WCC) και του Συμβούλιου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC). Από το 1886 αποτελεί μέλος της Παγκόσμιας Κοινωνίας Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών (WCRC). Τέλος, είναι ιδρυτικό μέλος της Κοινωνίας Διαμαρτυρομένων Εκκλησιών Ευρώπης (CPCE), μέλος του Πανελλήνιου Ευαγγελικού Συνδέσμου (ΠΕΣ) και της οργάνωσης Eurodiaconia που παρέχει κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες, και δράσεις για την κοινωνική δικαιοσύνη.