-Μία προσέγγιση στη ζωή και τη διδασκαλία του Λουθήρου-

αιδ.Π.Κανταρτζή

 

Μία ξυλογραφία που κυκλοφόρησε στα πρώτα χρόνια της Μεταρρυθμίσεως απεικόνιζε το Λούθηρο στιβαρό και ρωμαλέο να έχει τον πάπα κρεμασμένο από τη μύτη του, να κρατά με το ένα του χέρι ένα ρόπαλο και να σέρνει με το άλλο έναν ιεροεξεταστή, ενώ γύρω του διακρίνονταν σωριασμένοι καταγής διάφοροι σχολαστικοί θεολόγοι. Ο τίτλος του σκιτσογραφήματος ήταν, «Λούθηρος, ο Γερμανός Ηρακλής»1. Η εικόνα του αγέρωχου, ατρόμητου και ακλόνητου αγωνιστή αντιστοιχεί στην εντύπωση που πολλοί έχουν σχετικά με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του μεγάλου μεταρρυθμιστή. Εν πολλοίς η εικόνα αυτή οφείλεται στον ρόλο με τον οποίο η ιστορική συγκυρία ή η Θεϊκή πρόνοια τον επιφόρτισε. Ο ίδιος περιγράφει την αποστολή του προς την εκκλησία, «να ξεριζώσει τον απομένοντα κορμό και τις νεκρές ρίζες, να κόψει τα αγκάθια και να ενεργήσει σαν σκληρός δασοκόμος και σκαπανέας»(Αστήρ της Ανατολής, Απρίλιος 1984, σελ. 114).

Πίσω όμως από την προσωπίδα του «σκληρού δασοκόμου», του «Γερμανού Ηρακλή», κρυβόταν ένας άνθρωπος εύθραυστος και ευάλωτος, γνώριμος με τον πόνο και τη θλίψη, υποκείμενος σε αδυναμίες και απογοητεύσεις. Ένας άνθρωπος που βίωσε την πρόσκληση του Ιησού, «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί» (Μάρκος 8:34). Ο Λούθηρος σήκωσε το σταυρό του ως θεολόγος, δηλαδή ως άνθρωπος που τόλμησε να ενατενίσει στο μυστήριο του Θεού . Ο σταυρός που ο Λούθηρος κλήθηκε να σηκώσει ήταν πολύεδρος και πολύπλευρος. Μερικές από τις πτυχές του θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Αναγκάστηκε, καταρχάς, να διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κυνηγημένος και κατατρεγμένος από τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ζωή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν επισφαλής και απειλούταν σοβαρά. Στις 26 Μαϊου 1521 ο Κάρολος Ε’ υπέγραψε το ΄Εδικτο της Δίαιτας με το οποίο τον καταδικάζει αποκαλώντας τον «διάβολο με αμφίεση μοναχού, που με τη διδασκαλία του προκαλεί διαιρέσεις και επανάσταση, και τελικά θα οδηγήσει στην κατάρρευση της χριστιανοσύνης» (Χατζηαντωνίου, «Η θρησκευτική μεταρρύθμιση», εκδ. ο Λόγος, 1995, σελ.69). Τέτοια ήταν η μήνις και το μένος του Καρόλου εναντίον του Λουθήρου που δήλωσε, «Αποφάσισα να κινητοποιήσω κάθε τι εναντίον του Λουθήρου: τα βασίλειά μου, του φίλους μου, το σώμα μου, το αίμα μου, την ψυχή μου την ίδια» (Heiko A. Oberman, «Luther: Man Between God and the Devil” (New York: Doubleday, 1992) p. 29 ).

Υπήρξε επίσης ένας μοναχός αφορισμένος από την εκκλησία του. Τον Σεπτέμβριο 1520 δημοσιεύτηκε στη Γερμανία η παπική βούλλα, με την οποία απεκόπτετο ο Λούθηρος από το σώμα της Εκκλησίας. Βέβαια, επιφανειακά το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να τον ενόχλησε ιδιαίτερα γιατί το Δεκέμβριο του 1520, σε μια μεγάλη συγκέντρωση στη Βιττεμβέργη, και μετά από την έκδοση του βιβλίου του «Ενάντια στη Βλάσφημη Βούλλα του Αντιχρίστου», έκαψε δημόσια την παπική βούλλα του αφορισμού του. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο Λούθηρος είχε πιστέψει στην εκκλησία αυτή και δεν επιδίωκε την κατάργησή της αλλά την αναμόρφωσή της. Ενδεικτικό αυτής της στάσης του ήταν και το γεγονός ότι όλη την περίοδο της διαμάχης του με τη Ρώμη δεν εγκατέλειψε το μοναχικό ράσο κι αισθανόταν την υποχρέωση να κάνει εσπερινούς, παρακλήσεις, όρθρους κι απόδειπνα όπως και στο μοναστήρι ( Εδώ στέκομαι, σελ. 174). Σίγουρα λοιπόν βαθιά μέσα του θα ένιωθε προδομένος και πικραμένος από τη στάση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Μέσα σε όλα αυτά ταλαιπωρούταν κι από την κλονισμένη υγεία του. Οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι υπέφερε συχνά από πέτρες στα νεφρά, από πονοκεφάλους που συνοδεύονταν με βοή στα αυτιά του, τα οποία συχνά προσβάλλονταν από ωτίτιδες (Heiko A. Oberman, σελ. 88). Επίσης συχνά ταλαιπωρούταν από μεγάλες περιόδους αϋπνίας (Εδώ στέκομαι, 174).

Πέρα όμως από τις εξωγενείς θλίψεις βασανιζόταν συχνά κι από εσωτερικά άλγη. Συχνά έγερνε κάτω από το βάρος φοβερών αμφιβολιών. Καθώς βρίσκεται στην «Πάτμο του», όπως ονομάζει το κάστρο στο Βάρτμπουργκ όπου ο Φρειδερίκος ο Σοφός τον έκρυψε για να τον προστατεύσει, συχνά νιώθει τον Σατανά να του ψιθυρίζει, «Εσύ μόνον είσαι ο σοφός; Τόσοι και τόσοι αιώνες ζούσαν στην πλάνη; Έχεις σκεφθεί πως αν πλανιέσαι παρασύρεις μαζί σου στην αιώνια καταδίκη πολλές άλλες ανθρώπινες υπάρξεις;». (Εδώ στέκομαι, σελ. 172). Μάλιστα αν κάποιος ακόμη και σήμερα επισκεφθεί το κάστρο αυτό μπορεί να δει σε ένα τοίχο του το σημάδι από το μελάνι που ο Λούθηρος εκσφενδόνισε στα τυφλά σε μία από αυτές τις στιγμές της αμφιβολίας. Εκτός όμως από την τρικυμία των αμφιβολιών συχνά βουλιάζει στην σκοτεινή θάλασσα της μελαγχολίας. Γράφει στον πιστό του φίλο και συναγωνιστή Μελάγχθονα στις 2 Αυγούστου 1527, «Για περισσότερο από μία εβδομάδα κλυδωνίζομαι και παραδέρνω μεταξύ του θανάτου και της κόλασης. Όλο μου το σώμα μοιάζει να έχει χτυπηθεί, τα πόδια μου τρέμουν. Αισθάνομαι να έχασα τον Χριστό, να βουλιάζω σε κύματα μελαγχολίας και βλασφημίας. Χάριν όμως των προσευχών σας ο Θεός με ελέησε και έβγαλε την ψυχή μου από τα κατάβαθα της κόλασης» (Oberman, σελ. 323).

 

Δεν χωρά αμφιβολία λοιπόν ότι ο Λούθηρος δεν ήταν ο απόγονος του Ηρακλή που κρατά στο στιβαρό χέρι του το ρόπαλο της ισχύος αλλά ο ακόλουθος του Ιησού που φέρει στον καρτερικό ώμο του τον σταυρό του πόνου και της θλίψης.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Λούθηρος, ο οποίος σήκωσε τον σταυρό του θεολόγου έγινε και ο θεολόγος του σταυρού. Ο ίδιος θα πει, «Χρωστώ ευγνωμοσύνη στους Παπικούς γιατί με το να με χτυπούν, να με διώκουν και να με τρομοκρατούν με διαβολικό μένος, με σφυρηλάτησαν σε θεολόγο, και με οδήγησαν να φτάσω εκεί που ποτέ δεν θα τα κατάφερνα» (What Luther Says: An Anthology, Vol. 3, p. 1360).

Το σημείο στο οποίο «έφτασε» μέσα από τις θλίψεις του ήταν η διαμόρφωση και διατύπωση της λεγόμενης «θεολογίας του σταυρού» (“theologia crucis”). Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε σε μία σημαντική πτυχή της θεολογικής σκέψης του Λουθήρου η οποία αφορά στην εξήγηση και αποσαφήνιση του νοήματος του σταυρού του Χριστού και στην εφαρμογή του σε σχέση με τον δικό μας σταυρό, με τα δικά μας δεινά.

Είναι το 1513 όταν ετοιμάζει και παραδίδει στο πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης μία σειρά διαλέξεων στους Ψαλμούς. Καθώς ετοιμάζει τη διάλεξή του στον Ψαλμό 22 συναντά μία λέξη που τραβά την προσοχή του και την αιχμαλωτίζει.(Roland H. Bainton, “The Reformation of the Sixteenth Century”, Beacon Press Boston, pg. 34). Ο Ψαλμός ξεκινά με τα συγκλονιστικά λόγια που ο Ιησούς Χριστός αιώνες μετά θα φωνάξει καθώς κρέμεται στο σταυρό, «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;». Το βλέμμα του Λούθηρου καρφώθηκε στη λέξη «εγκατέλειψες» κι αυτό γιατί η λέξη αυτή θα του θυμίσει τη δική του ζωή, τις δικές του εμπειρίες. Η λέξη αυτή συμπυκνώνει μέσα της όλο το σκοτάδι, τον πόνο, τη θλίψη που κι ο Λούθηρος αλλά κι όλοι μας νιώθουμε τις στιγμές που ο Θεός μοιάζει να είναι απών ή έστω δυσπρόσιτος και δυσδιάκριτος. Ο σταυρός του Χριστού λοιπόν γίνεται για τον Λούθηρο το κλειδί που θα ανοίξει την πόρτα της κατανόησης του δικού του σταυρού, των δικών του δεινοπαθημάτων. Τον τρόπο θα τον διατυπώσει αργότερα σε μία διάλεξή του το 1518 μπροστά σε μοναχούς του Αυγουστινιανού τάγματος στην Χαϊδελβέργη. Εκεί ο Λούθηρος θα εξηγήσει το πώς ο Θεός είναι παρών ακόμη και τη στιγμή που αντηχεί η κραυγή, «Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες». Καταφεύγει σε ένα περιστατικό από τη ζωή του Μωυσή. Αυτός ο μεγάλος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης ζητά να δει με τρόπο απόλυτα και αδιαμφισβήτητα χειροπιαστό και ξεκάθαρο το πρόσωπο του Θεού. Ο Θεός όμως του απαντά, «θα δεις τα νώτα μου, το πρόσωπό μου όμως δεν θα το δεις» (Έξοδος 33:23). Στην εικόνα αυτή των «νώτων» του Θεού βρίσκει ο Λούθηρος το κλειδί που ξεκλειδώνει το μυστήριο του σταυρού. Στο σταυρό του Χριστού ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του, όχι όμως με τον φαντασμαγορικό και εκθαμβωτικό τρόπο που όπως ο Μωυσής έτσι κι εμείς επιθυμούμε. Ο Θεός δεν μας δείχνει το πρόσωπό Του αλλά τα νώτα Του. Αποκαλύπτει πως είναι παρών με έναν μυστηριώδη και δυσδιάκριτο αλλά απολύτως πραγματικό τρόπο. Και το γεγονός της παρουσίας Του το πιστοποιεί πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία το γεγονός της Ανάστασης. Η Ανάσταση, για τον Λούθηρο, δεν έρχεται να αντιστρέψει μία ήττα αλλά να αποκαλύψει μία νίκη. Δεν είναι ο αντίποδας του σταυρού αλλά ο προβολέας που ρίχνει άπλετο φως και μπορούμε να δούμε καθαρά το τι ακριβώς συνέβη στο σταυρό. Πίσω από την φαινομενική απουσία και αδιαφορία βλέπουμε το Θεό που με πόνο συμμετέχει και με δύναμη μεταμορφώνει το σκοτάδι του Γολγοθά στο φως του άδειου τάφου. Και η κατανόηση αυτή γίνεται η παρηγοριά του Λουθήρου. Η Χριστιανική πίστη δεν προσπερνά αμήχανα τον ανθρώπινο πόνο. Είναι μία πίστη που δεν γεννήθηκε σε ένα αποστειρωμένο λίκνο ευδαιμονίας και θριάμβου αλλά σε μία ώρα απόλυτου ερέβους και πόνου καθώς ο Ιησούς πάσχει κρεμασμένος στο σταυρό. Η βάση της ελπίδας της «θεολογίας του σταυρού» όμως είναι το γεγονός της μετατροπής εκείνου του σκοταδιού σε φως καθώς η Μεγάλη Παρασκευή παραχωρεί τη θέση της στην Κυριακή του Πάσχα. Το περιεχόμενο της ελπίδας μας είναι η βεβαιότητα ότι η σκοτεινή νύχτα της πίστης τελικά θα καταλήξει στο γλυκοχάραμα της αναστάσιμης ζωής. Καθώς ζούμε στο λυκαυγές του νέου κόσμου ο σταυρός παραμένει η παρούσα πραγματικότητα. Η ελπίδα όμως της ανάστασης εισβάλλει στο παρόν και όπως το αναστάσιμο φως αποσαφήνισε το θολό και ομιχλώδες τοπίο του σταυρού έτσι και η ελπίδα του «εκεί και τότε» φωτίζει, διασαφηνίζει και μεταμορφώνει το «εδώ και τώρα».

1 Roland H. Bainton, Εδώ Στέκομαι, (Εκδόσεις «ο Λόγος», 1959), σελ. 99

Loading