Παρουσιάζουμε άρθρα που είδαν το φως της δημοσιότητας την τραγική δεκαετία του 1930 στο περιοδικό Αστήρ της Ανατολής. Πολλά είναι τα χρήσιμα ιστορικά στοιχεία που ο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει από αυτά, αλλά επίσης σε αυτά διαφαίνεται και η αισιοδοξία των αρθρογράφων για την μελλοντική κατάσταση, αισιοδοξία που δυστυχώς τραγικά διαψεύστηκε.

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (1933)

Του Δημητρίου Καλοποθάκη

 

Εντελώς απροσδόκητα εξερράγη αυτές τις ημέρες στην Γερμανία άγριος διωγμός κατά του ντόπιου Ισραηλιτικού στοιχείου. Κηρύχθηκε αποκλεισμός κατά των ιουδαϊκών καταστημάτων, απολύθηκαν αθρόως οι Ιουδαίοι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, εκβλήθηκαν από τα δικαστήρια οι Ιουδαίοι δικαστές, γενικά δε υποβλήθηκαν οι Ιουδαίοι από κάθε τάξη σε εξευτελισμούς και βιαιοπραγίες, που ζωηρά υπενθυμίζουν τις αντιεβραϊκές βαρβαρότητες των Χριστιανών των σκοτεινών αιώνων.

Είπαμε ότι ο διωγμός αυτός εξερράγη απροσδόκητα. Γιατί ναι μεν οι Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ από καιρού μαίνονταν κατά των Εβραίων της πατρίδας τους και τους απειλούσαν με φωτιά και σίδερο όταν θα καταλάμβαναν την εξουσία. Αλλά και όταν έγινε καγκελάριος της Γερμανίας ο Χίτλερ, κανένας σώφρων άνθρωπος και φίλος της Γερμανίας δεν πίστευε, ότι θα πραγματοποιούνταν οι απειλές των οπαδών του κατά του ιουδαϊκού στοιχείου. Αυτοί όμως οι Ιουδαίοι της Γερμανίας αισθάνονταν επικείμενο τον κίνδυνο και τον μετέδωσαν στους ομόθρησκούς τους στο εξωτερικό, που έσπευσαν να εγείρουν φωνή διαμαρτυρίας κατά του μελετώμενου διωγμού των αδελφών τους στην Γερμανία, ενώ κάποιοι κύκλοι πρότειναν και ενδεχόμενα αντίποινα κατά του γερμανικού εμπορίου, σε περίπτωση που έμπαινε σε ενέργεια ο απειλούμενος διωγμός. Αυτό άρκεσε στις χιτλερικές οργανώσεις και τις δημόσιες αρχές της Γερμανίας σαν πρόφαση για την έναρξη των βιαιοτήτων κατά των ιουδαίων, για την τιμωρία τους για την «αντεθνική τους προπαγάνδα» στο εξωτερικό, για ζήτημα που αποτελούσε εσωτερική υπόθεση της Γερμανίας!

Κάθε διανοούμενος άνθρωπος είναι και πρέπει να είναι θαυμαστής του γερμανικού πολιτισμού, της γερμανικής σοφίας, και των γερμανικών ηθικών αρετών. Παρατηρήθηκε όμως ότι ο γερμανικός λαός, παρόλη την επίδοσή του στα γράμματα και στη φιλοσοφία, δύσκολα κατορθώνει να εννοήσει την ψυχολογία των άλλων λαών και φυλών. Αυτό απέδειξαν οι κυβερνήτες της Γερμανίας κατά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, νομίζοντας ότι κηρύττοντας τον πόλεμο κατά της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ρωσίας, είχαν εξασφαλισμένη την ουδετερότητα της Αγγλίας. Την ίδια αδυναμία ψυχολογίας έδειξαν απέναντι στην Αμερική, την οποία με τα ασύνετα πολεμικά μέτρα τους, επιτέλους εξανάγκασαν σε επέμβαση στον πόλεμο. Την ίδια εσφαλμένη ψυχολογία έδειξαν όταν βομβάρδιζαν ανοχύρωτες πόλεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, φόνευαν άοπλους πληθυσμούς και βύθιζαν πλωτά νοσοκομεία νομίζοντας ότι κάνοντας έτσι τρομοκρατούσαν τον αγγλικό και γαλλικό λαό, ενώ μάλλον τον φανάτιζαν.

Την ίδια θλιβερή έλλειψη ψυχολογίας επιδεικνύουν και σήμερα και στο ζήτημα των Ιουδαίων. Γιατί σφάλλουν αν νομίζουν ότι η καταπάτηση μίας θεμελιώδους ηθικής αρχής που είναι η δικαιοσύνη, μπορεί να είναι «εσωτερική υπόθεση» ενός κράτους οσοδήποτε ισχυρού. Παρήλθαν πλέον προ πολλού οι αιώνες κατά τους οποίους κάποιο κράτος που θεωρείτο πολιτισμένο, να μπορεί να διώκει, να αδικεί, να καταδυναστεύει, να σφάζει τους υπηκόους του, χωρίς να έχει ο υπόλοιπος κόσμος το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει τις βιαιότητες αυτές. Σήμερα όλα τα έθνη υπόκεινται στο κριτήριο της ηθικής συνειδήσεως του πολιτισμένου κόσμου και την κρίση αυτή κανένα έθνος οσοδήποτε μεγάλο ή σοφό ή πλούσιο μπορεί να ξεφύγει ή να περιφρονήσει.

Τους διωγμούς λοιπόν των Ιουδαίων δεν μπορεί η γερμανική κυβέρνηση να χαρακτηρίσει σαν καθαρά «εσωτερική» της υπόθεση. Πάνω στην υπόθεση αυτή δικαιούται να εκφέρει γνώμη ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος και αν ακόμα δεν επρόκειτο για μία πανάρχαια φυλή που έχει ισχυρές ρίζες σε όλες τις χώρες της υφηλίου. Η γνώμη του πολιτισμένου κόσμου άρχισε να εκφέρεται αυστηρά και απερίφραστα κατά της Γερμανίας στην υπόθεση αυτή –κατά των κυβερνώντων σήμερα την Γερμανία και των οπαδών τους. Ο πολιτισμένος κόσμος κρίνει ότι η σταυροφορία που άρχισε στην Γερμανία κατά των Ιουδαίων, είναι αξιοθρήνητη αναδρομή στους σκοτεινούς αιώνες, πολιτική εντελώς ανάξια της πατρίδας τόσων μεγάλων φιλοσόφων και υπέρμαχων της ελευθερίας του πνεύματος, και απάρνηση αυτών των αρχών του καθαρού και αμιγούς Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, το οποίο ο μέγας Λούθηρος κήρυξε για τον φωτισμό όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και τόσων άλλων λαών της γης.

Η τυχόν ανάμιξη λίγων ή πολλών Ιουδαίων στον κομμουνισμό δεν είναι επαρκής δικαιολογία για τις Χιτλερικές βαρβαρότητες. Θυμούμαστε ότι ο αντισημιτισμός υπήρχε στην Γερμανία και πριν από 40 χρόνια όταν ο Κομμουνισμός ήταν ακόμα ένα αφηρημένο όνομα, μία απλή φιλοσοφική θεωρία των σπουδαστηρίων. Εάν δε μεταξύ των Εβραίων της Γερμανίας υπάρχουν στοιχεία αντιπαθή και πατριωτικά χλιαρά σε αυτό φταίει όχι λίγο αυτός ο ίδιος ο Γερμανικός αντισημιτισμός, που δημιούργησε στην ψυχή κάθε Γερμανοεβραίου το συναίσθημα ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα και καμία μερίδα στην γερμανική πατρίδα. Πόσο διαφορετικός είναι ο Ιουδαίος της Αγγλίας που στην ουσία δεν υστερεί από τους άλλους άγγλους κατά τον πατριωτισμό και την χρησιμότητα στην κοινωνία και την πατρίδα. Γιατί; Γιατί και ο νόμος και το κράτος και η κοινωνία και ο λαός δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ αυτού και του χριστιανού άγγλου υπηκόου.

Σαν φίλοι του μεγάλου γερμανικού λαού, θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτό γρήγορα θα συνέλθει από την εκλογική μέθη, στην οποία κακοί σύμβουλοι τον έσυραν, και θα επανέλθει στις αιώνιες ηθικές αρχές της ελευθερίας της ισότητας και της δικαιοσύνης που από μόνες τους μπορούν να κάνουν μεγάλο και σεβαστό ένα έθνος, και στον μεγάλο κανόνα της θρησκείας του Ιησού Χριστού, «εν ω ουκ ένι Ελλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία βάρβαρος Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα εν πάσι Χριστός»

1933

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΙΤΛΕΡΙΣΜΟΣ(1933)

Του Δημ. Μ. Καλοποθάκη

Μέχρι σήμερα δεν ασχοληθήκαμε με αυτά που συμβαίνουν στην Γερμανία, ως προς την εκεί Ευαγγελική Εκκλησία, αφενός μεν γιατί οι πληροφορίες που έρχονται από εκεί ήσαν και ασαφείς και ύποπτες, λόγω της ασκούμενης λογοκρισίας του τύπου και της τρομοκρατήσεως των συνειδήσεων εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος, αφετέρου γιατί αναμέναμε να δούμε ποια στάση θα έπαιρνε το σύνολο της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας απέναντι στην Πολιτεία που ζητούσε να υποβιβάσει την εκκλησία σε απλή κρατική υπηρεσία, και μάλιστα υπηρεσία που κάνει ό,τι είναι αρεστό, όχι στον Χριστό (την κεφαλή της εκκλησίας) αλλά στον Χίτλερ (δηλαδή στους ηγέτες του γερμανικού εθνικισμού).

Ακούσαμε ότι με διαταγή της πολιτείας, οι Εβραίοι απολύθηκαν από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και αποκλείστηκαν από όλα τα ελεύθερα επαγγέλματα, έτσι και οι Εβραϊκής καταγωγής χριστιανοί θα αποβάλλονταν από την ευαγγελική εκκλησία, έστω και αν είναι κληρικοί της(ποιμένες ή πάστορες). Μας ανακοινώθηκαν μάλιστα τα ονόματα δύο τέτοιων ποιμένων, που εξαναγκάστηκαν από την πολιτεία να αποχωρήσουν από την ποιμαντορία τους αν και τα ποίμνιά τους ήθελαν να τους κρατήσουν. Δεν μπορούσαμε όμως να πιστέψουμε ότι το μέτρο της αποβολής των εβραϊκής καταγωγής χριστιανών από την εκκλησία θα γενικευόταν. Ούτε θέλαμε να φανταστούμε ότι η μεγάλη Ευαγγελική Εκκλησία, της οποίας σκαπανεύς και ιδρυτής υπήρξε ο Μαρτίνος Λούθηρος, θα δεχόταν δουλικά τέτοια επέμβαση της πολιτείας στα του οίκου της. Βεβαίως ο Λούθηρος οργάνωσε την ευαγγελική εκκλησία του 16ου αιώνα σαν κρατική, γιατί τέτοια ήταν η νοοτροπία του μεσαίωνα. (Ως γνωστόν επικρατούσε τότε στην Γερμανία ο κανόνας «cujus regio ejus religio» δηλαδή το θρήσκευμα του άρχοντα, έπρεπε να είναι και το θρήσκευμα των υπηκόων του). Η δε στενή σχέση μεταξύ Εκκλησάις και πολιτείας στην Γερμανία διατηρήθηκε από τότε, αλλά σαν παράδοση μάλλον παρά σαν πραγματικότητα. Γιατί βαθμηδόν η Εκκλησία είχε χειραφετηθεί στην ουσία, μεταπολεμικά δε η χειραφέτηση αυτή είχε συμπληρωθεί, επειδή η πολιτεία δημοκρατική και σοσιαλιστική ούσα, θεώρησε ότι εκκλησία του κράτους είναι κάτι ξένο με τον προορισμό τόσο της εκκλησίας όσο και του κράτους. Αλλά ο Χιτλερισμός όχι μόνο ζήτησε να ξαναφέρει την εκκλησία στην πολιτική υποδούλωση του μεσαίωνα, αλλά και να επέμβει στα της εκκλησίας με τρόπο που είναι τελείως ανατρεπτικός κάθε έννοιας Χριστιανισμού.

Εν πρώτοις, στην μανία της ενοποιήσεως των πάντων, ο Χιτλερισμός εξέδωσε νέο καταστατικό Χάρτη της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, με τον οποίο νομοθετείτο αρχιεπίσκοπος με ευρύτατη εξουσία πάνω σε όλη την εκκλησία. Δηλαδή, ιδρυόταν εκκλησιαστική δικτατορία. Οταν δε έγινε η εκλογή ο αρχιεπισκόπου, μία μειοψηφία αδιάλλακτη επέβαλλε στην πλειοψηφία των εκλεκτόρων τον δόκτωρα Μύλλερ, ακραιφνή Χιτλερικό, αποκλείοντας την υποψηφιότητα του δόκτωρα Μπόντελσβιγκ, τέως προέδρου του Κ.Κονσιστορίου, ο οποιος ήταν εξαιρετική προσωπικότητα, .απολαμβάνοντας μεγάλου κύρους και γενικών συμπαθειών.

Η πρώτη αυτή νίκη των λίγων αδιάλλακτων και πολιτικολογούντων κληρικών, διήγειρε την όρεξη τους να επεκτείνουν την δικτατορική τους εξουσία. Νέος καταστατικός χάρτης της εκκλησίας- ο δεύτερος μέσα σε ελάχιστο χρόνο- προέβλεπε τον διορισμό κυβερνητικών επιτρόπων στα διάφορα Γερμανικά κράτη, εκείνα που συναποτελούν το γερμανικό ράιχ, οι οποίοι επίτροποι θα είχαν απόλυτη σχεδόν δικαιοδοσία να κάνουν ότι θέλουν στα της εκκλησίας και να απολύουν κάθε κληρικό που δυστροπούσε. Μόνο η παρέμβαση του προέδρου Χιντεμπουργκ και δήλωση του ότι αυτός σαν γνήσιο τέκνο της Ευαγγελικής Εκκλησίας, δεν θα μπορούσε να παραμείνει μέσα στην εκκλησία, έτσι υπόδουλης, ανάγκασε τον Χίτλερ να υποχωρήσει στο ζήτημα των επιτρόπων αυτών.

Αυτό όμως όμως έκανε τους αδιάλλακτους να επιμείνουν στο τρίτο ζήτημα το της εξώσεως από την Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία καθενός Χριστιανού που καταγόταν από Εβραίους, όχι μόνο κληρικού αλλά και λαϊκού. Η αντισημιτική μανία, που καλλιέργησε ο Χιτλερισμός, εννοούσε να καθυποτάξει και την εκκλησία του Χριστού, στην οποίαν η Κ.Διαθήκη διακηρύττει στεντορείως ότι «ουκ ένι Ιουδαίος και Ελλην, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος Σκύθης δούλος ελεύθερος».

Ας σημειωθεί ότι την αξίωση αυτή ο Χιτλερισμός δεν τόλμησε να προβάλλει απέναντι στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στην Γερμανία. Ισως γιατί ο Χίτλερ ο ίδιος είναι Ρωμαιοκαθολικός, ίσως γιατί σαν τέτοιος γνώριζε ότι τα άτομα δεν παίζουν κανένα μέρος στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία- πάντως όμως διότι γνώριζε ότι μία τέτοια αξίωση θα απορριπτόταν από τον Πάπα ασυζητητί.

Μόνον την αυτόχθονη και αυτοτελή Ευαγελική εκκλησία τόλμησε να θέσει μπροστά σε ένα τέτοιο ζήτημα. Αλλά η χονδροειδής αυτή καταπάτηση αυτού του θεμελιώδους πνεύματος του χριστιανισμού επί τέλους εξήγειρε μεγάλη μερίδα του Γερμανικού Ευαγγελικού κλήρου σε διαμαρτυρία και αντίδραση. Σημειωτέο ότι όταν εμφανίστηκε και διαδόθηκε στην αρχή ο Χιτλερισμός στην Γερμανία, η μεγάλη πλειοψηφία του Ευαγγελικού κλήρου τον ευνόησε, γιατί πίστευε ότι ο Χιτλερισμός θα αποτελούσε προπύργιο κατά του Κομμουνισμού και θα αποκαθιστούσε το πνεύμα της πειθαρχίας και της ενότητας μεταξύ του έθνους. Βαθμηδόν όμως άρχισαν να διαβλέπουν ότι η μέθη της νίκης έφερε τον Χιτλερισμό σε ακρότητες ασυμβίβαστες με τον αληθινό Χιρστιανισμό. Δυστυχώς μία μερίδα του κλήρου είτε εκ φόβου είτε εκ κακώς εννοούμενου πατριωτισμού εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποστηρίζει όλες τις ακρότητες αυτές. Αυτοί είναι εκείνοι στων οποίων τα πνεύματα η πολιτικολογία και ο εθνικισμός επεσκίασε τον Χριστιανισμό. Και συνεπώς δεν πρέπει να παραξενευόμαστε μαθαίνοντας από τις εφημερίδες ότι οι Χιτλερικοί αυτοί κληρικοί ζητούν την κατάργηση της Παλαιάς Διαθήκης και την αποκάθαρση της Κ.Διαθήκης από τα «δεισιδαιμονικά» χωρία της και ότι ένας μάλιστα επίσκοπος διακήρυξε ότι δεν πρέπει στους γνήσιους Γερμανούς να πιστεύουν στον Χριστό Εβραίο και ότι οι πραγματικοί Αγιοι Τόποι δεν είναι στην Παλαιστίνη αλλά στην Γερμανία!

Ευτυχώς η μέγιστη μερίδα του Ευαγγελικού κλήρου της Γερμανίας εξεγέρθηκε κατά των ανοσίων αυτών παραληρημάτων των «Γερμανοχριστιανών». Δύο χιλιάδες πάστορες (ήτοι ποιμένες ή εφημέριοι), αδιαφορώντας για την πυγμή της πολιτείας, διαμαρτυρήθηκαν για την απόπειρα της εξουθενώσεως της εκκλησίας από την Πολιτεία, Δήλωσαν δε ότι θα αντισταθούν μέχρις εσχάτων στην απόπειρα αυτή, θυσιάζοντας εν ανάγκη και τις ποιμαντορίες τους και τα υλικά τους συμφέροντα.

Επίσης ο επιφανής θεολόγος Κάρλ Μπάρθ, καθηγητής της θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης, απολαμβάνοντας διεθνή φήμη και κύρος, βγήκε στη δημοσιότητα σαν πολέμιος των χιτλερικών ακροτήτων με ένα πολύκροτο φυλλάδιο που είχε τον τίτλο «Η σημερινή θεολογική ύπαρξη», στο οποίο καταπολεμεί ζωηρά την έννοια Εκκλησίας «Γερμανοχριστιανών». Και λέγει ο Μπάρθ, ότι μία τέτοια διδασκαλία δεν έχει καμία θέση στην ευαγγελική εκκλησία και ότι είναι προτιμότερο για την ευαγγελική εκκλησία να περιοριστέι σε μία δράκα πιστών και να καταφύγει πάλι στις κατακόμβες παρά να συνθηκολογήσει, έστω και επιφανειακά με τέτοιες διδασκαλίες. Και βροντοφωνεί ο Μπάρθ ότι η εκκλησία σαν εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να «πιστεύσει» δηλαδή να δηλώσει πίστη σε κανένα κοσμικό πολίτευμα και ότι η Γεραμνική Ευαγγελική εκκλησία θα έπαυε να είναι Χριστιανική εκκλησία εάν απέκλειε τους Εβραίους χριστιανούς ή αν τους μεταχειριζόταν σαν κατώτερους των χριστιανών άλλης εθνικότητας ή φυλής.

Το σάλπισμα αυτό του Μπάρθ βρήκε μεγάλη απήχηση στην Γερμανία. Η περίβλεπτη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου του Μάρμπουργκ εξέδωσε δήλωση με την οποία διακηρύττει ότι στα της εκκλησίας, οι ευαγγελικοί κληρικοί οφείλουν υπακοή μονο στον Θεό και ότι η εκ μέρους της πολιτείας επιβολή περιορισμών στην διδασκαλια της εκκλησίας και μέτρων εις βάρος των χριστιανών που δεν ανήκουν στην Αρεία (Αρυανή) φυλή, είναι ασυμβίβαστη με την υπακοή προς τον Θεό.

Επίσης όταν συνεδρίαζε τελευταία η «Εθνική Σύνοδος της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας»(Χιτλερικής) στο Βίττεμπεργκ, όπου προ 400 ετών ο μέγας Λούθηρος κάρφωσε στην πύλη του μητροπολιτικού ναού τις περίφημες 95 θέσεις του, και με αυτό έδωσε το σύνθημα της Ευαγγγελικής Αναμορφώσεως, τοιχοκολλήθηκε έξω από το μέγαρο όπου συνεδρίαζε η σύνοδος, μία δήλωση ανεξαρτησίας, που είχε τις υπογραφές 22 παστόρων, που αντιπροσώπευαν τους προαναφερθέντες 2000 κληρικούς , που διακήρυξαν την αντίσταση κατά της Χιτλερικής στην εκκλησία δικτατορίας.

Η εξέγερση αυτή του γερμανικού κλήρου προκάλεσε φυσικά μία μεγάλη αναστάτωση μεταξύ των Χιτλερικών κύκλων, οι οποίοι εξεπλάγησαν με το θάρρος και την τόλμη των εξεγερθέντων. Προς αποσόβηση σχίσματος στην Ευαγγελική εκκλησία της Γερμανίας επενέβη ο νεοσύστατος αρχιεπίσκοπος Μύλλερ, ο οποίος, παρόλο τον χιτλερισμό του, αποκήρυξε εκείνους που πρότειναν την εκκαθάριση της Βίβλου, καταδίκασε τον επίσκοπο, που ζητούσε Χριστό μη Εβραίο, και καθαίρεσε τον κληρικό που ζητούσε την κατάργηση της Π. Διαθήκης. Εξ άλλου όμως κάλεσε τους εξεγερθέντες κληρικούς να διαλύσουν την οργάνωσή τους.

Αυτοί όμως αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τη σύσταση αυτή του αρχιεπισκόπου, γιατί με τον υφιστάμενο σήμερα καταστατικό χάρτη της εκκλησίας δεν είναι δυνατή η ύπαρξη αληθινού πνεύματος Χριστιανικού σε αυτήν. Ιδίως δε ο μανιώδης χιτλερικός αντισημιτισμός εγκυμονεί μέγα εκφυλισμό για τον ευαγγελικό Χριστιανισμο της Γερμανίας, εάν δεν εξακολουθήσει και διευρυνθεί η κατά του αντισημιτισμού Χριστιανική αντίδραση.

Οι Ευαγγελικοί σε όλο τον κόσμο παρακολουθουν με ανυπομονησία τα συμβαίνοντα στην ευαγγελική εκκλησία στην Γερμανία. Σε μία εποχή που οι περισσότερες από τις ευαγγελικές εκκλησίες σε όλο το πολιτισμένο κόσμο βαθμηδόν χειραφετήθηκαν από την κηδεμονία της πολιτείας, και το παράδειγμά τους υπήρξε διδακτικό και για άλλες χριστιανικές εκκλησίες, που στένάζουν κάτω από το πέλμα της πολιτείας, η αξίωση του χιτλερισμού να οδηγήσει ή καλύτερα να εξωθήσει την Ευαγγελική εκκλησία της Γερμανίας σε οδούς τελείως αντίθετες προς τον χριστιανισμό, είναι για την Γερμανία οιωνός όχι προόδου αλλά εκφυλισμού. Εμείς σαν Ευαγγελικοί αλλά και σαν ειλικρινείς φίλοι του μεγάλου γερμανικού λαού, ευχόμαστε ολόψυχα αυτός γρήγορα να συνέλθει από την χιτλερική μέθη από την οποία τώρακατέχεται και να ξαναβρεί τις μεγάλες του παραδόσεις δικαιοσύνης, ελευθερίας, πνευματικής και χριστιανισμού, που τον έκαναν μεγαλο. «Δικαιοσύνη υψοί έθνος, η δ’ αδικία είναι όνειδος λαών»!

1933

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ(1937)

Οι παταγώδεις δίκες, τις οποίες ήγειρε το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς για λόγους ηθικής τάξεως εναντίον Γερμανών καθολικών κληρικών, έπαυσαν ήδη, ή μάλλον έγιναν λιγότερο συχνές. Οι δίκες αυτές απέβλεπαν κυρίως στο να δυσφημήσουν τον καθολικό κλήρο της Γερμανίας στα μάτια του λαού και να του αφαιρέσουν την επίδραση που εξασκούσε πάνω στην καθολική γερμανική νεολαία, που πρέπει στο εξής να ανατρέφεται και να ανδρώνεται σύμφωνα με τις αρχές του τρίτου Ράιχ και μέσα στο πλαίσιο των εθικοσοσιαλιστικών οργανώσεων. Ο ευαγγελικός ή διαμαρτυρόμενος κλήρος είχε και αυτός την ίδια περίπου τύχη, με τη διαφορά όμως, ότι στην προκειμένη περίπτωση ο αγώνας υπήρξε κάπως πιο σκοτεινός και συγκαλυμμένος οι δε αρχές φρόντισαν ώστε σπανιότατα να γίνεται γνωστός με δημοσιεύσεις στις εφημερίδες.

Οι Ευαγγελικοί πάστορες της Γερμανίας, που προέρχονται στην πλειοψηφία τους από την Πρωσσική αστική τάξη, που είναι γνωστή για τον άκρατο εθνικισμό της και είναι οι περισσότεροι έγγαμοι και οικογενειάρχες. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να τους εμφανίσει κανείς στο κοινό σαν υπόπτους είτε από πλευράς πατριωτισμού, είτε για σκάνδαλα που προσβάλλουν τα ήθη. Στην προκείμενη περίπτωση, άλλωστε ο αγώνας διεξάγεται πάνω σε καθαρά πνευματικό επίπεδο, αφού ο Ευαγγελικός Γερμανικός κλήρος, αρνείται να παραδεχθεί τις εθνικοσοσιαλιστικές θεωρίες και ιδιαίτερα τις αναφερόμενες στην ανάμιξη του κράτους στα δογματικά ζητήματα, καθώς και το κεφάλαιο εκείνο που αφορά στο αίμα και στην φυλή.

Η αντίδραση εναντίον των θεωριών του Τρίτου Ράιχ διεξάγεται από την ομολογιακή εκκλησία, της οποίας οι πάστορες εξακολουθούν να δηλώνουν στα κηρύγματά τους προς τον λαό ότι:

1)Ο ζων Θεός εκδηλώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και όχι στις περιγραφές του που κατασκευάζουν οι άνθρωποι. 2) Στις εκκλησίες πρέπει να κηρύττεται μόνον ο Λόγος του Θεού και όχι διφορούμενα κηρύγματα τα οποία συνήθως παραποιούν τον Λόγο αυτό. 3) Η εκκλησία πρέπει να κυβερνάται από τον κλήρο της και όχι από εκείνους που θέλουν να κυριαρχήσουν δια της κρατικής βίας. 4) Τα παιδιά πρέπει να ακούν την διδασκαλία του Θεού και του Ιησού Χριστού, δηλαδή την Αγία Γραφή και όχι παραμύθια και μύθους. 5)Η Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελεί όπως πιστεύεται «βιβλίο των Εβραίων». 6)Ο απόστολος Παύλος δεν ήταν «ψεύτης ραββίνος». 7)Τέλος η εκκλησία οφείλει να διαφυλάξει τις αρχές της, περιφρονώντας εκείνους που θέλουν να της επιβάλουν τις δικές τους.

Ολα αυτά, όπως είναι προφανές έρχονται σε αντίθεση με τις θεωρίες του Εθνικοσοσιαλιστικού νεοειδωλολατρισμού, με το Ευαγγέλιο του αίματος και της φυλής, και με την θεωρία του Γερμανισμού, κατά την οποίαν η γερμανική φυλή είναι η εκλεκτότερη και αντιπροσωπεύει το άλας της γης. Ο αγών μεταξύ της ομολογιακής εκκλησίας που αντιπροσωπεύει τον γνήσιο προτεσταντισμό, και του εθνικοσοσιαλισμού, συνεχίζεται από πολλά χρόνια. Το νέο καθεστώς αποπειράθηκε κάποτε να ιδρύσει υπό την ηγεσία του επισκόπου Μύλλερ την λεγόμενη κίνηση των «Γερμανών Χριστιανών» αλλά ο συνδυασμός αυτός απέτυχε. Κατόπιν τούτου ο Χίτλερ διόρισε υπουργό των θρησκευμάτων τον κ. Κέρλ, του οποίου η αποστολή ήταν να βρει ένα συμβιβασμό μεταξύ του ακραιφνούς Προτεσταντισμού και του κράτους.

Την 15η του παρελθόντος Φεβρουαρίου ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί στους Ευαγγελικούς την διενέργεια ελεύθερων εκλογών, για να μπορέσουν οι πιστοί να εκλέξουν μία σύνοδο που θα καθιέρωνε «νέο εκκλησιαστικό σύνταγμα». Από τότε όμως δεν έγινε πλέον λόγος για τις εκλογές αυτές. Σε κάθε περίπτωση, οι πάστορες καθ’ όλο αυτό το διάστημα δεν έπαυσαν να διακηρύττουν ότι εάν γίνονταν εκλογές οι πιστοί έπρεπε να εκλέξουν τους υποψήφιους εκείνους που είναι γνωστοί για την απόφασή τους να υπερασπιστούν το θρησκευτικό δόγμα εναντίον οποιασδήποτε επεμβάσεως του κράτους.

Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι η ακραιφνής Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία δεν αντιπροσωπεύτηκε στο θρησκευτικό Οικουμενικό συνέδριο της Οξφόρδης και ότι οι Εθνικοσοσιαλιστές δημοσίευσαν έντονες διαμαρτυρίες εναντίον της αποφάσεως του συνεδρίου με τις οποίες εκφραζόταν η συμπάθεια του προς την Ευαγγελική εκκλησία της Γερμανίας.

(Από την παρισινή εφημερίδα «Εξελσιόρ»)

1937

Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ(1936)

Του Δημ.Καλοποθάκη

Η έκρηξη του άγριου διωγμού των Ιουδαίων στην Γερμανία από την δικτατορία του Χίτλερ –διωγμού εφάμιλλου κατά την κακία και βαρβαρότητα με τις χειρότερες αντιεβραϊκές ωμότητες του Μεσαίωνα- έλκυσε όσο ουδέποτε μέχρι τώρα την προσοχή ολόκληρου του πολιτισμού κόσμου πάνω στο ζήτημα του Αντισημιτισμού που είναι μεγάλο όνειδος για την Χριστιανοσύνη και στίγμα για τον Χριστιανικό πολιτισμό.

Πολλοί θεωρούν τον σύγχρονο Αντισημιτισμό σαν απλή συνέχεια της καταδυναστεύσεως των Ιουδαίων κατά τον Μεσαίωνα και τον αποδίδουν στην μισαλλοδοξία των Χριστιανών. Αλλοι αντιθέτως φρονούν ότι ο Αντισημιτισμός είναι αρχαιότερος του Χριστιανισμού και σαν πρώτη ιστορική εκδήλωση αντισημιτισμού προβάλλουν την Εξοδο ή (σύμφωνα με αυτούς έξωση) των Ισραηλιτών από την γη Αιγύπου την εποχή του Μωυσέως! Αμφότερες οι θεωρίες αυτές είναι εσφαλμένες.

Ο σημερινός αντισημιτισμός είναι κίνηση εντελώς άσχετη με την θρησκεία, όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω. Συνεπώς και εάν μεταχειρίζεται σήμερα γενικά αυτές τις μεθόδους, που μετέρχονταν στους σκοτεινούς αιώνες οι διώκτες των Ιουδαίων, κατά τα ελατήρια όμως είναι εντελώς διαφορετική της μεταχειρίσεως των Ιουδαίων κατά την εποχή εκείνη.

Η άλλη θεωρία ότι υπήρχε Αντισημιτισμός προ Χριστού είναι εξίσου αστήρικτη. Βέβαια είναι αστείο να θεωρήσουμε την Εξοδο των ισραηλιτών από την Αίγυπτο τον 14ο αιώνα προ Χριστού σαν εκδήλωση Αντισημιτισμού διότι είναι φανερό ότι η έξοδος εκείνη ήταν μία επανάσταση των Εβραίων κατά των Αιγυπτίων. Ούτε η απαγωγή του πλείστου μέρους του λαού Ισραήλ στην Βαβυλωνία τον 8ο αιώνα από τους Ασσύριους και τον 6ο αιώνα από τους Βαβυλώνιους ήταν ενέργεια αντισημιτική αλλά μέτρο καθαρά πολιτικό που αποβλέπει στην εγκατάσταση νέου πληθυσμού στην Παλαιστίνη η οποία χώρα από την γεωγραφική της θέση ήταν επί αιώνες το μήλο της έριδος μεταξύ των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων αφενός και Αιγυπτίων αφετέρου.

Υπήρξαν αληθινά πολλοί διωγμοί των εβραίων πριν από την επικράτηση του Χριστιανισμού και άσχετοι με τον Χριστιανισμό, κυρίως την εποχή των πρώτων Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Στους διωγμούς όμως εκείνους δεν διαβλέπει κανείς θρησκευτικά αίτια αλλά καθαρώς πολιτικά. Οι Ιουδαίοι και της Παλαιστίνης και της Διασποράς με πολλούς τρόπους ευνοήθηκαν από τον Μ. Αλέξανδρο και τους διαδόχους του, απέκτησαν με την νοημοσύνη και την ικανότητά τους ισχυρή θέση σε πολλά μέρη της Ανατολής, ιδίως στην Αίγυπτο, συνάμα όμως και φυλετική συνείδηση της δυνάμεώς τους, που τους οδήγησε σε συχνές παρεκτροπές και ακρότητες. Η ιστορία του 1ου μετά Χριστόν αιώνος αναφέρει όχι λίγες Ιουδαϊκές ταραχές και επαναστάσεις. Ακόμα και στην Ρώμη είχε συγκεντρωθεί πολυάριθμη Ιουδαϊκή παροικία. Κατά το έτος 51, επειδή η παροικία αυτή διήγειρε αιματηρές ταραχές στην πόλη, ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος διέταξε την απέλαση όλων των εκεί Ιουδαίων. Επίσης είναι γνωστό στους σπουδαστές της ιστορίας, πώς αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η Ιουδαϊκή επανάσταση του έτους 66 μ.Χ. που κατέληξε στην καταστροφή των Ιεροσολύμων.

Μόνο μετά την αναγνώριση του χριστιανισμού, σαν θρησκεία του κράτους, δηλαδή από τον τέταρτο αιώνα και μετά έλαβε ο χριστιανισμός μέρος στους διωγμούς των Ιουδαίων και επί 12 ή 13 αιώνες οι χριστιανικές εκκλησίες και χριστιανικές κυβερνήσεις τόσο της ανατολής όσο και της δύσεως, καταδυνάστευαν οικτρά την φυλή αυτή, οι μεν εκκλησίες και ο λαός από θρησκευτικό φανατισμό, οι δε κυβερνήσεις χάριν αργυρολογίας. Πολύ νωρίς στο Βυζαντινό κράτος, άρχισε η κακομεταχείριση των Ιουδαίων, που δεν είχε πλέον κανένα πολιτικό λόγο αφού οι Ιουδαίοι παντού στο Βυζαντινό κράτος ήσαν ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες. Και ναι μεν ο νόμος χαρακτήριζε τον Ιουδαϊσμό σαν θρησκεία αναγνωρισμένη (religio licita), απαγόρευε τον στρατωνισμό στρατιωτών στις συναγωγές και προστάτευε την λατρεία των συναγωγών. Αλλά ο Θεοδόσιος απαγόρευσε την ίδρυση νέων συναγωγών και με ποινή θανάτου την επιγαμία μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών και την κατοχή Χριστιανών δούλων από Ιουδαίους. Ο Ιουστινιανός τους απαγόρευσε ακόμα και την χρήση του Ταλμούδ (το οποίο τότε μόλις είχε συμπληρωθεί), οι δε αυτοκράτορες του 8ου και 9ου αιώνα επενέβησαν ακόμα πιο σκαιά στα της θρησκείας τους. Μπροστά στο Βυζαντινό νόμο, οι Ιουδαίοι μπήκαν σε πολύ δυσμενή θέση. Ο Θεοδοσιανός κώδικας τους χαρακτηρίζει σαν κατώτατη και διεστραμμένη τάξη, την κοινότητά τους σαν κακοποιό και επικίνδυνη, την θρησκεία τους σαν δεισιδαιμονία και τις συνάξεις τους σαν «ιεροσυλία και μόλυσμα». Ιουδαίος ή αιρετικός δεν μπορούσε να εμφανιστεί σε δικαστήριο σαν μάρτυρας κατά ορθοδόξου Χριστιανού.

Ο Κωνσταντίνος Ε’ (911-954), θέσπισε ότι Ιουδαίος που δίνει όρκο σε δικαστήριο, όφειλε να ζωστεί με αγκάθια να σταθεί μέσα σε νερό και κρατώντας την Τορά (ιερό νόμο) στα χέρια του να επικαλεσθεί πάνω του την λέπρα του Νεεμάν, την κατάρα του Ηλεί και τον όλεθρο των Υιών Κορέ, αν ψευδορκούσε. Με νόμο του Ονώριου, οι Ιουδαίοι αποκλείονταν από τον στρατό, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα κρατικά αξιώματα, όπως και την άσκηση του επαγγέλματος του «ρήτορος»(δικηγόρου). Το 537 ο Ιουστινιανός απέκλεισε τους Ιουδαίους «οιασδήποτε τιμής»(honore fruantur nullo). Από τις νομικές αυτές διατάξεις είναι φανερό ότι η καταδυνάστευση των Ιουδαίων στο Βυζαντινό κράτος είχε ρίζες θρησκευτικές, αφού άλλωστε στο κράτος αυτό θρησκεία και πολιτεία ήσαν τελείως μπλεγμένες μεταξύ τους για την μεγαλύτερη ζημία και των δύο. Είναι αληθινό ότι στους κανόνας της Ανατολικής εκκλησίας δεν συναντούμε διατάξεις κατά των Ιουδαίων που βρίσκουμε στην δυτική εκκλησία. Οι αντι-ιουδαϊκοί νόμοι όμως του Βυζαντίου, εφόσον δεν εμπνεύσθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους πάντως έμειναν αδιαμαρτύρητοι από την εκκλησία.

Από τον ισλαμισμό που στην διδασκαλία του δεν γνώριζε καθόλου την ανεξιθρησκία, Ιουδαίοι και Χριστιανοί καταδυναστεύθηκαν αδιακρίτως. Αλλά βαθμηδόν οι διωγμοί αραιώθηκαν έως ότου τον 19ο αιώνα, η Χριστιανική Ευρώπη κατόρθωσε να επιβάλλει στα Μουσουλμανικά κράτη, κάποιο μέτρο σεβασμού στα άλλα θρησκεύματα. Στον κοινό αυτόν διωγμό Χριστιανών και Ιουδαίων, εάν οι Ιουδαίοι υπέφεραν περισσότερα από τους χριστιανούς, τούτο αποδίδεται στο ότι στους διωγμούς κατά των Ιουδαίων λάμβαναν συχνά μέρος και οι Χριστιανοί. Πάντως ο κύριος λόγος του διωγμού εκ μέρους των μουσουλμάνων ήταν θρησκευτικός, και όχι πολιτικός ή φυλετικός.

Το ίδιο αληθεύει και για τους διωγμούς των Ιουδαίων από την παπική Εκκλησία. Η χριστιανική εκκλησία στην δύση δυστυχώς από τους πρώτους αιώνες, μετήλθε επαίσχυντη στάση απέναντι στους Ιουδαίους. Από την Σύνοδο στην Ελλιβέρη τον 4ο αιώνα μέχρι την σύνοδο στο Τρίδεντο το 1563, Σύνοδοι και ιεράρχες της δύσεως επίσημα σώρευσαν εναντίον τους κάθε είδους καταδυναστεύσεις –διακριτικό ένδυμα και κάλυμμα, περιορισμό μέσα σε περιτειχισμένες συνοικίες, απαγορεύσεις ασκήσεως επαγγελμάτων κλπ. Και εδώ πάλι ο λόγος ήταν η θρησκευτική μισαλλοδοξία που άλλωστε εκδηλωνόταν εξίσου άγρια και κατά των ετεροδόξων ή ετεροφρονούντων Χριστιανών. Αν πολλοί Ιουδαίοι διώχτηκαν βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από τα δικαστήρια της Ιεράς εξέτασης, πολύ περισσότεροι χριστιανοί «αιρετικοί», υπήρξαν θύματα των δικαστηρίων εκείνων. Ιδιαίτερα κατά των Ιουδαίων δημιουργήθηκε τον Μεσαίωνα ο συκοφαντικός θρύλος της χρήσεως χριστιανικού ανθρωπίνου αίματος στις ιεροτελεστίες τους ο δε θρύλος αυτός διατηρήθηκε μέχρι των ημερών μας σε μερικές Χριστιανικά καθυστερημένες χώρες.

Παράλληλα με τους θρησκευτικούς αυτούς διωγμούς οι Ιουδαίοι του Μεσαίωνα υφίσταντο πολλές πιέσεις και εκ μέρους των κοσμικών ηγεμόνων που εκμεταλλευόμενοι την μισαλλοδοξία της εκκλησίας και του χυδαίου λαού τις αμαθείς προλήψεις, απέλαυναν φορολογούσαν, φυλάκιζαν τους Ιουδαίους αναίτια. Αυτών των κακοποιήσεων ο λόγος ήταν πολιτικός ή μάλλον ταμειακός, για την εισαγωγή χρημάτων στο δημόσιο ταμείο.

Βαθμηδόν όμως τον 17ο αιώνα και μετά σε μερικές χώρες της Ευρώπης- και κυρίως στις προτεσταντικές – άρχισε η κοινή συνείδηση να εξεγείρεται κατά της καταδυναστεύσεως των Ιουδαίων. Ταυτόχρονα μεταξύ αυτών των ίδιων των Ιουδαίων, είχε αναπτυχθεί τάξη ανδρών μεγάλης διανοήσεως και διεθνούς μορφώσεως, που στις χώρες της διαμονής του απέκτησαν ηθική επιβολή κατά των διωκτών τους και την υπόληψη των Χριστιανικών κοινωνιών. Βαθμηδόν ήρθησαν οι επαχθείς περιορισμοί και απαγορεύσεις η δε Γαλλική επανάσταση πρώτα και αμέσως μετά ο Μ. Ναπολέων γκρέμισαν τους τελευταίους φραγμούς, που χώριζαν τους Ιουδαίους από την υπόλοιπη κοινωνία και οι Ιουδαίοι σε όλες σχεδόν τις πολιτισμένες χώρες τον 19ο αιώνα απέκτησαν ελευθερία και ισότητα με τους χριστιανούς απέναντί στο νόμο.

Ακριβώς όμως τον 19ο αιώνα που είδε την χειραφέτηση των Ιουδαίων από τις βαρβαρότητες του μεσαίωνα, γεννήθηκε νέα αντίδραση κατά του Ιουδαϊσμού σε μερικές χώρες της Ευρώπης- ο Αντισημιτισμός. Η αντίδραση αυτή αν εξεταστεί προσεκτικά δεν προέρχεται ούτε από θρησκευτική μισαλλοδοξία ούτε από πολιτικούς λόγους αλλά μάλλον από αντιλήψεις φυλετικές, κοινωνικές και οικονομολογικές. Και γι’ αυτό ακριβώς ο σημερινός αντισημιτισμός δεν πρέπει να συγχέεται ή να σχετίζεται με τις μεσαιωνικές καταδυναστεύσεις των Ιουδαίων, αν και πολλοί από τις μεθόδους του είναι οι ίδιες με εκείνες του Μεσαίωνα

Ο για τόσους αιώνες αυστηρός περιορισμός των ιουδαίων μέσα σε περίφρακτες συνοικίες τους (Ghettos) σε όλες τις πόλεις της Ευρώπης, μοιραία είχε διαμορφώσει τον ιουδαϊκό χαρακτήρα σε τύπο εντελώς διαφορετικό από τον τύπο των άλλων πολιτών. Ο περιορισμός εκείνος που θεσπίστηκε σαν φραγμός προστατευτικός της χριστιανικής θρησκείας από την Ιουδαϊκή «αίρεση» έγινε αφορμή ο αγρότης Ιουδαίος να διαμορφωθεί σε αστό και να εμποτισθεί με όλες τις αστικές και δημοκρατικές ιδέες που γέννησαν βαθμηδόν το εμπόριο και η χειροτεχνία. Ο αποκεφαλισμός του από τον στρατό, την γεωργία, τους εμπορικούς συλλόγους και τις συντεχνίες, τον εξανάγκασε να γίνει επαγγελματικά μεν εμπορομεσίτης και χρηματιστής, κοινωνικά δε ο τύπος του νεότερου αστού (της μπουρζουαζίας κατά την έκφραση των κομμουνιστών). Η απαγόρευση της επιγαμίας με τους χριστιανούς (απαγόρευση που εφαρμόστηκε με ίση αυστηρότητα από μέρους και της χριστιανικής εκκλησίας και της ιουδαϊκής συναγωγής) κράτησε την Ιουδαϊκή φυλή αμιγή διαμέσου των αιώνων και συνεπώς ενίσχυσε απείρως την επί της φυλής, πνευματικής εξουσίας των θρησκευτικών της αρχόντων. Σε επίμετρο δε οι μακραίωνοι διωγμοί και καταδυναστεύσεις ανέπτυξαν την φυσική νοημοσύνη της φυλής αυτής σε πανουργία.

Οταν λοιπόν κατέπεσαν οι φραγμοί και οι περιορισμοί των Ιουδαίων τον 19ο αιώνα , ο Ιουδαίος δεν ήταν πλέον ο σημίτης της Παλαιστίνης, αλλά σύγχρονος Ευρωπαίος, με ισχυρά δημοκρατικά και αστικά φρονήματα, με εντελώς εξαιρετικό εμπορικό τάλαντο, και με συμπαγή φυλετική οργάνωση, όμοια της οποίας δεν είχε να επιδείξει η υπόλοιπη κοινωνία. Εάν οι Ιουδαίοι κατά την χειραφέτησή τους δεν αποτελούσαν τέτοιες συμπαγείς μάζες αλλά ήσαν διασκορπισμένοι σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, δεν θα δημιουργείτο ο αντισημιτισμός. Αλλά εκτός από τον οξύ εμπορικό συναγωνισμό που βρήκαν εκ μέρους των Ιουδαίων οι Χριστιανοί έμποροι, το γεγονός ότι η συμπαγής αυτή εβραϊκή μάζα ανήκε στη μέση αστική τάξη (την μπουρζουαζία) και στις φιλελεύθερες επαναστάσεις της Ευρώπης του 19ου αιώνα η μάζα αυτή με τη συμπαγή και οργανωμένη υποστήριξη συνέβαλε ουσιαστικά στην επικράτηση των φιλελευθέρων αρχών στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, εξήγειρε κατά των Ιουδαίων αφενός μεν τους αντιδραστικούς (μοναρχικούς, απολυταρχικούς κλπ) αφετέρου τους ριζοσπάστες της άκρας αριστεράς.

Ο Αντισημιτισμός σαν αρχή και σύστημα, είδε το φως περί το έτος 1875, πρώτα στη Γερμανία και την Αυστρία, όπου οι Ιουδαίοι ήσαν πολυαριθμότεροι. Και ιδίως στην Γερμανία, οι πολιτικές διαμάχες έφεραν υπερισχύοντες τους αντισημίτες, έως ότου οι υπερβολές και ακρότητες τους προξένησαν αηδία στις διανοούμενες τάξεις και μετά από το έτος 1895 ο Αντισημιτισμός περιήλθε σε ραγδαίο μαρασμό. Στην Γαλλία, οι αντισημίτες παρόλο τον εφήμερο θρίαμβό του στην υπόθεση Ντρέϋφους, ουδέποτε μπόρεσαν να επιδράσουν σοβαρά στην πολιτική ζωή της χώρας, οι δε Εβραίοι πάντοτε υπήρξαν αρκετά ισχυροί και η μπουρζουαζία αρκετά επικρατής ώστε να αποκλεισθεί κάθε σοβαρός διωγμός. Στην Αγγλία, ο Αντισημιτισμός δεν μπόρεσε να ριζωθεί γιατί οι Εβραίοι της Αγγλίας από πολύ καιρό ζυμώθηκαν με τις αγγλικές κοινωνικές και πολιτικές παραδόσεις, ουδέποτε δεν διώχτηκαν σοβαρά ούτε καταδυναστεύθηκαν από την επικράτηση της Ευαγγελικής Αναμορφώσεως και μετά και διαμορφώθηκαν σε τύπο πολιτών από τον οποίον λείπουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που δίνουν λαβή στον Αντισημιτισμό. Στην Αμερική όπου ζει σήμερα το ένα τρίτο της Ιουδαϊκής φυλής, οι Ιουδαίοι δεν γνώρισαν ποτέ καμία καταδυνάστευση. Και μέχρι τον Παγκόσμιο Πόλεμο ο Αντισημιτισμός έδιδε σημεία ζωής μόνο στις Χριστιανικώς κοινωνικώς και πολιτικώς καθυστερημένες χώρες όπως την Ρωσία και την Ρουμανία, όπου από καιρού εις καιρόν λάμβαναν χώρα τα διαβόητα πογκρόμ (οχλαγωγίες σφαγής και κακοποιήσεως των Εβραίων). Και στην μεν Ρωσία υπό το Σοβιετικό καθεστώς οι Ιουδαίοι σήμερα κατέχουν προνομιούχο μάλλον θέση, στην Ρουμανία όμως που παρόλο τον τριπλασιασμό της από τον Παγκόσμιο Πόλεμο ελάχιστα προόδευσε στον πολιτισμό, εξακολουθεί να εκδηλώνεται ο Αντισημιτισμός κατά καιρούς και κατά τόπους.

Η αναβίωση του αντισημιτισμού στην Γερμανία τα τελευταία χρόνια, είναι φαινόμενο κάπως αινιγματώδες. Ο Γερμανικός λαός, στο σύνολό του, είναι ειρηνικός και δίκαιος οι δε 500.000 των Ιουδαίων της Γερμανίας, δεν αποτελούν κανένα κίνδυνο για τα 65.000.000 του γερμανικού έθνους. Δυστυχώς οι υπερβολικοί όροι της συνθήκης των Βερσαλλιών, τα δυσβάστακτα οικονομικά βάρη, η διεθνής κρίση γέννησαν τέτοια δυσφορία μεταξύ του γερμανικού λαού, ώστε στράφηκε άπληστα προς τον Χίτλερ, που του υποσχέθηκε ταχεία επάνοδο της Γερμανίας στην προπολεμική της ευημερία και ισχύ. Και η φασιστική οργάνωση που αυτός εισήγαγε, έχοντας ανάγκη θυμάτων, για να επιβληθεί τελείως στον Γερμανικό λαό αναζωπύρωσε τον αντισημιτισμό, τον οποίο εξώθησε σε ωμότητες τις οποίες μόνο στο μεσαίωνα αναφέρει η ιστορία.

Η βία όμως ουδέποτε επεκράτησε τελικά κατά του δικαίου . Και όπως η σταυροφορία του Χίτλερ κατά της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Γερμανία άρχισε ήδη να εκφυλίζεται απέναντι στην σθεναρή και απτόητη αντίσταση της εκκλησίας αυτής, έτσι ας ελπίσουμε ότι οι διωγμοί των Ιουδαίων, που εξήγειραν την ηθική συνείδηση των χριστιανικών λαών του κόσμου, γρήγορα θα σταματήσουν και θα αποπλυθεί το φοβερό αυτό ηθικό στίγμα από το μέτωπο του Γερμανικού λαού.

1936

Loading