(Ματθ. η’ 28-34, Μαρκ. ε’ 1-20, Λουκ. η’ 26-39)
του Richard Trench
Πριν μπούμε στην εξέταση του σπουδαιότατου και από πολλές απόψεις δυσερμήνευτου αυτού θαύματος, της θεραπείας των δαιμονιζόμενων στην χώρα των Γαδαρηνών, είναι απαραίτητο να πούμε μερικά πράγματα σχετικά με τους δαιμονιζόμενους στην Αγία Γραφή γενικά. Τη δυσκολία του θέματος αυτού αυξάνει το γεγονός ότι όπως συμβαίνει και με ορισμένα πνευματικά χαρίσματα (όπως το χάρισμα των γλωσσών), δεν συναντούμε την κατάσταση αυτή με την ίδια συχνότητα και ένταση όπως άλλοτε, ούτε διασώζεται μεταξύ μας με το ίδιο όνομα . Είναι βεβαίως εύκολο να λύσουμε την δυσκολία χαρακτηρίζοντας την κατάσταση των δαιμονιζόμενων αυτών σαν ψυχοπάθεια-αρρώστια που ονομάζουμε μανία μελαγχολία ή επιληψία. Αναμφίβολα σε πολλούς από τους δαιμονιζόμενους εκείνους, θα υπήρχε το υπόστρωμα σωματικής ασθένειας, που παρείχε έδαφος πρόσφορο για την σατανική ενέργεια που στα Ευαγγέλια ονομάζεται «πνεύμα ακάθαρτο». Εντούτοις, βλέπουμε ότι οι ιεροί Ευαγγελιστές φροντίζουν επιμελώς να διακρίνουν τους πάσχοντες από αυτήν την επήρεια, από εκείνους που πάσχουν από άλλες φυσικές αιτίες (Ματθ. δ’24, η’16, Μαρκ α’33), όπως λ.χ. στις δύο θεραπείες κωφαλάλων, στην μία των οποίων η πάθηση υπήρχε εκ γενετής, ενώ στην άλλη το όργανο της λαλιάς ήταν άρτιο, αλλά η δύναμη που το διοικούσε βρισκόταν υπόδουλη στο πονηρό πνεύμα Αλλά το να χαρακτηρίσουμε την πάθηση των δαιμονιζόμενων σαν απλά σωματική, δεν είναι εξήγηση ικανοποιητική ή συμβιβαζόμενη με την ευλάβεια με την οποία οφείλουμε να μελετούμε τον Θείο Λόγο.
Και πρώτα ο ίδιος ο Κύριός μας εκφράζεται εν προκειμένω με τρόπο που δεν συμβιβάζεται με την παραπάνω θεωρία. Ομιλεί για τους δαιμονιζόμενους, όχι σαν σε πάσχοντες από διατάραξη των φρένων, αλλά σαν υπόδουλους ή αιχμάλωτους μίας ξένης δυνάμεως. Κσι αποτείνεται προς το δαιμόνιο ή το κακό πνεύμα, σαν κάτι εντελώς χωριστό από τον δαιμονιζόμενο:«Σιώπα και έξελθε απ’ αυτού» (Μαρκ. α’25). Η εξήγηση που δόθηκε από μερικούς, ότι έτσι μιλούσε ο Χριστός συμμορφούμενος προς τις ιδέες των ίδιων των δαιμονιζόμενων και του τότε κόσμου γενικά, είναι απαράδεκτη γιατί και στους μαθητές του μιλώντας ιδιαίτερα κάνει χρήση των ίδιων εκφράσεων:«Δαιμόνια εκβάλλετε» (Ματθ. ι’8) και «τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία»(Ματθ. ις’ 21). Δεν μπορούμε να παραδεχτούμε ότι Εκείνος που ήλθε στον κόσμο για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις πλάνες τους, θα μιλούσε με τρόπο που θα τους ενίσχυε, σε τόσο μεγάλη πλάνη σχετικά με την ύπαρξη Σατανικών επιδράσεων, εάν αυτή ήταν πραγματικά πλάνη και οι σατανικές επιδράσεις ήταν ανύπαρκτες.
Ποια ήταν λοιπόν η πάθηση την οποία χαρακτηρίζει και ο Κύριος μας και οι μαθητές του ότι οφειλόταν στην κυριαρχία και την επήρεια δαιμονίων;
Η Γραφή διδάσκει ότι στον ηθικό κόσμο, το πονηρό, είναι απόλυτα υποτελές, υποταγμένο στο αγαθό και ότι το μεν πονηρό πηγάζει από ένα πλάσμα αρχικά μεν αγίου, που όμως κατόπιν εξέπεσε από την αγιότητα, το δε αγαθό πηγάζει από τον ίδιο τον Δημιουργό. Συγχρόνως όμως διδάσκει ότι το πονηρό αυτό μάχεται και αντιτίθεται ισχυρά εναντίον του θελήματος του Θεού και ότι ολόκληρος ο σκοπός της Θείας κυβερνήσεως του σύμπαντος είναι η καθυπόταξη του πονηρού- όχι με την παντοδύναμη βία (γιατί αυτό δεν θα ήταν ένδοξη νίκη) αλλά με την επικράτηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Από μία τέτοια πονηρή κεντρική θέληση αποξενωμένης από τον Θεό, η Αγία Γραφή παριστάνει ότι πηγάζει ό,τι είναι πονηρό και κακό στο Σύμπαν. Η πηγή αυτή του κακού συγκεντρώνεται σε ένα πρόσωπο τον Διάβολο που έχει και αυτός «βασιλεία» (όπως έχει και ο Θεός) –βασίλειο με του λειτουργούς του- ο «Διάβολος και οι άγγελοί του». (1)
Αφού είπαμε αυτά, γεννιέται το ερώτημα: ποια μορφή δράσεως αυτών των σκοτεινών δυνάμεων του πονηρού, παριστάνει η κατάσταση των δαιμονιζόμενων, όπως την βλέπουμε στην Γραφή; Οι δαιμονιζόμενοι αυτοί δεν είναι απλά πάσχοντες θύματα της μεγάλης καταστροφής που εργάστηκε ο Σατανάς πάνω στην ανθρώπινη φυλή με το προπατορικό αμάρτημα αν και είναι βεβαίως τέτοιοι. Ούτε είναι εξέχοντες αμαρτωλοί εργάτες και υπηρέτες του διαβόλου, που βρίσκονται σε επίγνωση και οικειοθελώς εκτελούν τις βουλές του(2). Από την Γραφική αφήγηση αποκομίζουμε την εντύπωση ότι είναι σαν άνθρωποι που έχουν αρπαγεί από άγριο θηρίο, που τους έχει στο έλεός του και ρουφά το αίμα τους (Λουκ. η’29:«επειδή προ πολλών χρόνων είχε συναρπάσει αυτόν το πνεύμα το ακάθαρτον»).
Αλλά πώς περιήλθαν στην αξιοθρήνητη αυτή κατάσταση; Πώς περιεπλάκησαν στα δίκτυα του διαβόλου και στα νύχια ενός από τους άγγελους του σκότους; Οπως είπαμε, οι δαιμονιζόμενοι δεν φαίνονται ότι ήταν οι χειρότεροι αμαρτωλοί, σκληρυμένοι και πρόθυμοι εκτελεστές των πονηρών θελήσεων του διαβόλου. Απέμενε σε αυτούς ακόμα κάποιος σπινθήρας συναισθήσεως και πόθου του αγαθού, και αυτό βεβαίως ήταν το αίτιο του ότι «κατέκοπτον εαυτούς δια λίθων» και ότι η εμφάνιση του Χριστού τους έριξε σε υπερένταση του εσωτερικού αυτού σπαραγμού. Πιθανότατα επομένως είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί περιήλθαν στην οικτρή εκείνη κατάσταση σαν συνέπεια μεγάλης ψυχικής τρικυμίας λόγω απελπισίας για την αμαρτωλή τους κατάσταση, στην οποία τους φάνηκε ότι καμία ελπίδα σωτηρίας ή διαφυγής υπήρχε πλέον και έτσι υπέκυψαν στην θέληση του πονηρού πνεύματος. Δεν ήσαν οι πιο ένοχοι των ανθρώπων, αλλά οι πιο δυστυχισμένοι. Γιατί ακριβώς η απελπισία που τους έφερε στην φρικτή κατάσταση του δαιμονισμένου είναι χαρακτηριστικό συνειδήσεως όχι σκληρυμένης αλλά ευπαθούς.
Αλλά μπορεί ίσως να προβληθεί η αντίρρηση: Εάν η κατάσταση αυτή των δαιμονισμένων δεν είναι απλή φρενοπάθεια, πώς εξηγείται το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον σήμερα αυτοί οι δαιμονισμένοι; Καταρχήν το αν υπάρχουν είναι άλλο ζήτημα. Εκείνοι που το αρνούνται πρέπει να φέρουν αποδείξεις για τούτο. Αλλά εκτός από αυτό, οι σημερινές περιστάσεις είναι πολύ διαφορετικές από των ημερών του Ιησού Χριστού. Εκείνη την εποχή ξέρουμε ότι βασίλευε πλήρες πνευματικό χάος και σύγχυση στον κόσμο. Ηταν η εποχή του πλήρους ναυαγίου των αρχαίων εθνικών θρησκευμάτων και των αρχαίων φιλοσοφικών συστημάτων. Βασίλευε γενική εξάρθρωση ηθική και σύγχυση πνευματική στον τότε γνωστό κόσμο, και οι άνθρωποι αφού έχασαν κάθε πίστη στις υπάρχουσες θεότητες και τα υπάρχοντα ηθικοφιλοσοφικά συστήματα στο σκοτάδι το ηθικό και πνευματικό της εποχής ρίχνονταν αλλόφρονες στις ηδονές και στις ασωτείες, σαν το μόνο καταφύγιο της ψυχικής ανεμοζάλης, στην οποία βρίσκονταν. Οπως η σκοτεινότερη ώρα της νύχτας είναι η τελευταία πριν την αυγή, έτσι και το ηθικό σκοτάδι του κόσμου ήταν ζοφερότατο ακριβώς πριν την εμφάνιση του Υιού και Λόγου του Θεού, που ήλθε για να «δώσει στους καθήμενους εν σκότει και σκιά θανάτου» το φως το αληθινό , το μέλλον να φωτίσει την ανθρωπότητα που πάσχει και παραπαίει, και να την οδηγήσει στην αλήθεια την ειρήνη και την πρόοδο. Ακριβώς δε σε αυτό το πυκνό σκοτάδι ήταν φυσικό και αναπότρεπτο να εμφανιστούν ψυχικά νοσήματα κράμα πνευματικής και σωματικής παθήσεως, όπως αυτή των δαιμονισμένων αυτών. Σήμερα με το άπλετο πνευματικό φως που από τότε χύθηκε στον κόσμο με την ενανθρώπηση και την διδασκαλία του Υιού του Θεού , δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περιορίστηκε η δράση των δυνάμεων της Γέεννας και συνεπώς και η εκδήλωση των χονδροειδέστερων μορφών της δράσεως αυτής. Αυτό προοιώνιζε και ο Κύριος μας όταν είπε: «Εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι’18).
Αλλά και ποιος ξέρει εάν κάποιος από τους αποστόλους ή κάποιος άνδρας με αποστολική διορατικότητα σχετικά με τα πνεύματα ενεργώντας επιθεώρηση των φρενοκομείων σήμερα, πόσους από εκείνους που νοσηλεύονται σε αυτά δεν θα διέκρινε σαν δαιμονιζόμενους; Είναι βέβαιο ότι σε όχι λίγες περιπτώσεις σημερινών μανιακών και επιληπτικών, η ακαταστασία του πάσχοντος είναι πολύ όμοια με εκείνη των παλιών δαιμονισμένων, αν και οι σημερινοί ιατροί δεν το αντιλαμβάνονται.
……………………………………………………………………………………………………………
Αξιοσημείωτη είναι η συνέχεια που συνδέει το προκείμενο θαύμα με το προηγούμενο-αυτό της κατασιγάσεως της τρικυμίας της θάλασσας. Ο Κύριος μας αμέσως πριν από την θεραπεία των δαιμονισμένων, είχε δείξει ότι είναι ο Παντοδύναμος καταστολέας των σπαραγμών των υλικών στοιχείων. Υπάρχουν όμως θύελλες αγριότερες και φοβερότερες από εκείνες της υλικής φύσεως-στο ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο όταν αποσπαστεί από τον Θεό παραδίδεται στην εξουσία του άρχοντα των κακοποιών πνευμάτων. Και ο Ιησούς Χριστός στις θύελλες αυτές επιτελεί έργο ακόμα πιο μεγαλειώδες. Φανερώνει τον εαυτό του σαν Αρχοντα ειρήνης, κομιστή και αποκαταστάτη της αρμονίας που απωλέστηκε μεταξύ της ανθρώπινης ψυχής και του Θεού. Ομιλεί και με τον πανίσχυρο του λόγο την θύελλα της ψυχής διαδέχεται γαλήνη μεγάλη.
Στην εξέταση των αφηγήσεων του υπό εξέταση θαύματος από τους τρεις ευαγγελιστές συναντούμε αμέσως μερικές τυπικές δυσκολίες και ασυμφωνίες. Πρώτα όσον αφορά τον τόπο όπου έγινε το θαύμα. Ο μεν Ματθαίος λέει ότι έγινε «εις την χώραν των Γεργεσηνών», ενώ οι Μάρκος και Λουκάς «εις την χώραν των Γαδαρηνών». Σε μερικά χειρόγραφα των Ευαγγελίων αντί των δύο αυτών ονομάτων διαβάζουμε άλλο:«Γερασηνών», που προτιμά ο Ωριγένης. Γνωρίζουμε δύο πόλεις της Περαίας -Γάδαρα και Γέρασα- δεν αναφέρεται όμως πόλη ή περιφέρεια που είχε το όνομα Γέργεσα. Και τα μεν Γάδαρα ήταν η πρωτεύουσα της Περαίας και απείχαν περίπου 60 στάδια από την λίμνη. Τα δε Γέρασα βρίσκονταν στο έσχατο όριο της Περαίας προς την Αραβία. Φαίνεται ότι το όνομα «Γεργεσηνών» είναι παραφθορά που μπήκε στα χειρόγραφα και ότι πρόκειται εδώ περί της περιφερείας των Γαδάρων.
Αλλη ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των Ευαγγγελιστών όσον αφορά στον αριθμό των δαιμονισμένων που θεραπεύτηκαν. Ο μεν Ματθαίος μιλάει για δύο οι δε Μάρκος και Λούκας για ένα δαιμονισμένο. Οι αρχαιότεροι ερμηνευτές ζήτησαν να συμβιβάσουν την ασυμφωνία αυτή παραδεχόμενοι ότι από τους δύο δαιμονισμένους του Ματθαίου, ο ένας ήταν «επισημότερος», ή αγριότερος από τον άλλο, και επομένως ο άλλος αποσιωπήθηκε από τους δύο άλλους Ευαγγελιστές.
Οπως και αν έχει το πράγμα, εγώ ακολουθώντας την λεπτομερέστερη περιγραφή του Μάρκου και του Λουκά, θα ασχοληθώ με τον ένα δαιμονισμένο, που προϋπάντησε τον Κύριο όταν Εκείνος βγήκε από το πλοίο.
Η εικόνα του δύστυχου αυτού ανθρώπου η τόσο τρομερή, αποδίδεται πιστά, αν και με γραμμές ιδιάζουσες, από τον καθένα των Ευαγγελιστών. Αλλά ο Μάρκος τον ζωγραφίζει με λέξεις που αυξάνουν την φρικτή εντύπωση και μεγαλώνει την δόξα του Σωτήρα που τον θεράπευσε.
Ηταν κάτοχος της υπερφυσικής εκείνης μυϊκής δύναμης, που χαρακτηρίζει τους μανιακούς(Πραξ. ιθ’ 16) και που είχε ματαιώσει όλες τις προσπάθειες των ανθρώπων να τον συγκρατήσουν (Μάρκος ε’6). Ο Ματθαίος προσθέτει ότι είχε καταστήσει την οδό εκείνη αδιάβατη στους διαβάτες. Ο Λουκάς μνημονεύει μόνο ότι ήταν γυμνός, το οποίο και ο Μάρκος επιβεβαιώνει, αναφέροντας ότι μετά την θεραπεία του κάθησε στα πόδια του Ιησού ντυμένος και σώφρων.
Βλέποντας τον Ιησού να πλησιάζει, ο δαιμονισμένος με τον σύντροφό του, ορμάει από τα μνήματα όπου έμενε, με κραυγές άγριες έτοιμος να επιτεθεί εναντίον οποιουδήποτε, που θα τολμούσε να βάλει τα πόδια του στην περιοχή αυτή. Ξαφνικά όμως αναγνωρίζοντας την ανώτερη δύναμη του Ιησού, υφίσταται μεταστροφή φρονήματος, γιατί ο Κύριος διέταξε μεγαλόφωνα το ακάθαρτο πνεύμα να βγει από αυτόν. «Ιδών δε τον Ιησούν από μακρόθεν έδραμεν εις προσκύνησιν αυτού, και κράξας μετά φωνής μεγάλης είπε: Τι είναι μεταξύ εμού και σου Ιησού Υιέ του Θεού του Υψίστου; Ορκίζω σε εις τον Θεόν μη με βασανίσης.»
Αναμφίβολα ο Κύριος θα μπορούσε να επιτελέσει το έργο του εξορκισμού με την μία, αλλά σε αυτό σεβάστηκε τους φυσικούς νόμους και σαν νοήμων αλλά και τρυφερός Ιατρός, απέφυγε να το πράξει ώστε να μην συντριβεί τελείως ο άνθρωπος που ήδη είχε πάθει άγριο παροξυσμό. Και τον ερωτά: Τι είναι το όνομά σου;
Εδώ πάλι μιλάει το δαιμόνιο: Λεγεών είναι το όνομά μου, διότι είμεθα πολλοί. Και παρεκάλει αυτόν πολλά ίνα μη αποστείλη αυτούς έξω της χώρας.
Μετά από αυτό έρχεται μία ταχεία μεταστροφή προσωπικότητος που χαρακτηρίζει την ψυχολογία των δαιμονισμένων και εξηγεί τις ασυναρτησίες και τις ασυνέπειές τους. Παρακαλούν ήδη όλοι οι δαίμονες και όχι πλέον ο δαιμονισμένος, να τους επιτραπεί να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων που βοσκούσε εκεί κοντά. Και ο Ιησούς ευθύς επέτρεψεν εις αυτούς. Και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα εισήλθον εις τους χοίρους και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την θάλασσαν ήσαν δε έως δύο χιλιάδες και επνίγοντο εν τη θαλάσση.
Οποιοσδήποτε και αν αποδοθεί στον Κύριο σκοπός που επέτρεψε αυτό το πράγμα δεν αποκλείεται η υπόθεση ότι τιμωρούνταν έτσι οι κύριοι των χοίρων, που παράνομα έτρεφαν το απαγορευμένο αυτό στους Ιουδαίους ζώο χάριν κέρδους. «Οι δε βόσκοντες τους χοίρους έφυγον και ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Και εξήλθον δια να ίδωσι τι είναι το γεγονός. Και έρχονται προς τον Ιησούν και θεωρούσι τον δαιμονιζόμενον όστις είχε τον λεγεώνα καθήμενον και ενδεδυμένον και σωφρονούντα και εφοβήθησαν. Η θεραπεία του συμπολίτου τους δεν τους συγκίνησε καθόλου, η δική τους πνευματική κατάσταση δεν τους ενοχλούσε καθόλου. Ενα μόνο τους ανησυχούσε: η παρουσία ενός ανθρώπου που τους είχε προξενήσει τόση υλική ζημιά. Και άρχισαν να παρακαλώσιν αυτόν να αναχωρήση εκ των ορίων αυτών.
Και ότε ο Ιησούς εισήλθεν εις το πλοίον παρακάλεσε αυτόν ο δαιμονισθείς ίνα ήναι μετ’ αυτού. Πλην ο Ιησούς δεν αφήκεν αυτόν αλλά λέγει προς αυτόν Υπαγε εις τον οίκον σου προς τους οικείους σου και ανάγγειλε προς αυτούς όσα ο Κύριος σοι έκαμε και σε ηλέησε. Και αναχωρήσας ήρχισε να κηρύττη εν τη Δεκαπόλει όσα έκαμεν εις αυτόν ο Ιησούς και πάντες εθαύμαζον.
Ο Κύριος που σε άλλους που θεράπευσε διέταξε να μην πουν τίποτα σε κανένα (Ματθ η’4 Λουκ.η’56) στον τέως δαιμονισμένο έδωσε αντίθετη παραγγελία. Και αυτό το έκανε ίσως επειδή απέβλεπε στον ίδιο τον θεραπευμένο, που θα έφερνε χαρά μεγάλη στους οικείους του επανερχόμενους σε αυτούς υγιής. Ισως όμως (και πιθανότερο) να απέβλεψε ο Κύριος στους κατοίκους της χώρας που ήσαν τόσο προσηλωμένοι στην ύλη, ώστε να τον παρακαλέσουν να φύγει. Θέλησε λοιπόν με την παραμονή μεταξύ τους, αυτού του θεραπευμένου δαιμονισμένου να αφήσει ζωντανή και διαρκή μαρτυρία της δύναμής του και έτσι να τους φέρει βαθμηδόν σε συναίσθηση και κατάνυξη.
Σημειώσεις
(1) Ο αρχηγός του κακού, ουδέποτε καλείται στις Γραφές δαίμων ή δαιμόνιον. Ποτέ δεν ονομάζονται οι υπηρέτες του διάβολοι, αλλά δαίμονες, δαιμόνια, πνεύματα πονηρά πνεύματα ακάθαρτα, πνεύματα δαιμονίου ακαθάρτου ή και απλώς πνεύματα (Ματθ. η’ 16). Οι αρχαίοι Ελληνες χρησιμοποιούσαν την λέξη δαίμων πολύ ευρύτερα και αντιπροσώπευε όλα τα όντα που επίστευαν ότι υπήρχαν μεταξύ του ανθρώπου και των ανώτατων θεών, είτε καλά, είτε κακά (αγαθοδαίμων, κακοδαίμων) αλλά μάλλον καλά. Οι δαίμονες ήσαν «θεών μεν παίδες, θεοί δε ου» (Αριστοτ. Ρητορ. 3. 18,2)
(2) Περί Ιούδα του Ισκαριώτου για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι «ο διάβολος είχε ήδη βάλει στην καρδιά του να τον παραδώσει» και ότι «μετά το ψωμί εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωαν ιγ’ 2,27). Ομως ο Ιούδας καθόλου δεν ανήκει στην τάξη των δαιμονισμένων τους οποίους μελετάμε εδώ.